ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ – ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΒΟΓΛΟΣ

«Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» και αφού ο Θεός εδημιούργησε όλα τα άλογα κτίσματα, στο τέλος εδημιούργησε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» του Εαυτού Του. Έφτιαξε τον άνθρωπο και τον ετίμησε με το αξίωμα της κυριαρχίας του επάνω σ’ όλα τα όντα και αφού θα ένωνε όλα τα δημιουργήματα στον εαυτό του στο τέλος θα ενωνόταν κι αυτός με τον Θεό. Με τέτοια τιμή και δόξα τον έπλασε ο Τριαδικός Θεός. Τον ετίμησε με την δυνατότητα να γίνει μέτοχος της θείας ζωής και δόξας.

Ο άνθρωπος όμως, αν και ήταν κοσμημένος με γνώση και σοφία, δεν κατανόησε την τιμή με την οποία τον στόλισε ο Θεός, κι’ έφυγε προ του προσώπου του Θεού. Έχασε τον υπαρξιακό του στόχο και την δόξα του. Έφυγε χωρίς να γνωρίζει που πηγαίνει, ποιος είναι ο σκοπός του. Έφυγε από τον Θεό μένοντας σταθερά προσκολλημένος στην αλαζονεία του. Έφυγε, κι έκτοτε, κουβαλά μαζί του την αλαζονεία, την αμαρτία και τον θάνατο.

Αυτά συνέβησαν περιληπτικά, στην αρχή. Αλλά τι συνέβηκε μετά ταύτα;  Η γη, αυτό το σκοτεινό αστρικό μόριο, τυλιγμένη με τα σκοτεινά σύννεφα της αμαρτίας, διατρέχει ορμητικά το χάος. Πάνω στην ελάχιστη επιφάνεια της στεριάς που περιβάλλεται από την υγρή ερημιά των απέραντων θαλασσών, κινείται και δημιουργεί ένα πλήθος μεγαλοφυών κι’  αυτοκαταδικασμένων όντων Η γενιά του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος είναι δεμένος με την τραγική του μοίρα. Ξεκινά από το χώμα κι’ επιστρέφει σ’ αυτό. Πορεύεται τον δρόμο της αυθαιρεσίας και της αποστασίας χωρίς κανένα νόημα και σκοπό. Δημιουργεί χωρίς να γνωρίζει γιατί δημιουργεί ή για ποιόν τα ετοιμάζει. Το μόνο που γνωρίζει είναι να φεύγει.

Ξεκομμένος από τις θεϊκές του ρίζες, και μέσα σ’ ένα παραλήρημα αλαζονείας κι’ αυθαιρεσίας, δημιούργησε τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό, κι αφού σήκωσε την γροθιά του στον ουρανό, διεκήρυξε τον θάνατο του Θεού, της Αγίας και αγαθοποιού Τριάδος. Ο θόρυβος, αυτό το γνήσιο παιδί του τεχνολογικού πολιτισμού, δεν του επιτρέπει να ακούσει την φωνή του Θεού, ο οποίος, παρ’ όλες τις προσπάθειες του ανθρώπου για να τον σκοτώσει, είναι ακόμα ζωντανός και φωνάζει: «Αδάμ που ει;».  Δεν ακούει γιατί κατέστρεψε τους ακουστικούς ψυχικούς του πόρους και μη ακούγοντας την φωνή του Θεού, νομίζει ότι ο δημιουργός του πέθανε.  Χάλασε ο ίδιος ο άνθρωπος τόσο πολύ τις πνευματικές του αισθήσεις, ώστε δεν αισθάνεται ούτε και τον δικό του θάνατο. Ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού φωνάζει:  «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, κάγώ αναπαύσω υμάς». Θα σε αναπαύσω  από το φρικτό και βαρύ φορτίο του θανάτου, γιατί Εγώ είμαι «η Ζωή και η Ανάστασις».  Αυτά λέγει με παράπονο ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού και  άνθρωπος στρέφει την προσοχή του στις πομφόλυγες του τεχνολογικού πολιτισμού, και φεύγει, συνεχώς φεύγει από την πραγματικότητα, την αλήθειά του.

Συνεπής κυνηγός της ουτοπίας, του ονείρου της πραγματοποιήσεως του επιγείου παραδείσου χωρίς Θεό, όπου κανείς δεν θα μπορεί να κάνει το κακό, ο άνθρωπος έκανε το κόσμημα φυλακή για τον εαυτό του. Έτσι μέσα στον κόσμο της τηλεοράσεως και των υπερηχητικών συσκευών και των διαπλανητικών ταξιδιών, μέσα σ’ αυτόν τον αλλοπρόσαλλο κόσμο που όλα φαίνονται διεσπασμένα, διχοτομημένα μέσα στον απαίσιο ωραίο μας κόσμο που χαροπαλεύει, ο άνθρωπος ζει μέσα σε πειρασμούς και υποσχέσεις, βρίσκεται σε συνεχή υπαρξιακό κίνδυνο.  Το κακό εμφανίζεται με την μορφή του καλού και προσφέρει απατηλές υποσχέσεις. Ο Χριστός και ο αντίχριστος, ο Θεάνθρωπος και ο υπεράνθρωπος συγχέονται απεριόριστα. Ο άνθρωπος, που παλιότερα φοβόταν να μη γίνει δούλος, τώρα φοβάται να μη γίνει ρομπότ. Μέσα λοιπόν σ’ αυτόν τον υποχθόνιο κόσμο ο άνθρωπος καλείται από τον εικονιζόμενο εν τριάδι τριαδικό Θεό στο θαύμα της αγάπης.

Όμως η αλαζονεία του ανθρώπου και η επιφανειακή λάμψη του τεχνολογικού πολιτισμού δεν επιτρέπει σ’ αυτόν να αφουγκρασθεί και να κατανοήσει το κάλεσμα του φιλοκάλου Θεού. Και έτσι συνεχίζει να φεύγει προ του Θεού, του γνήσιου εαυτού του και προ των συνανθρώπων του.

Φεύγει λοιπόν από το φως, που είναι ο Χριστός, και πηγαίνει ή καλύτερα βυθίζεται στο σκοτάδι της υπαρξιακής του νύχτας και εκεί ζει πλέον την βιολογική του ζωή. Φεύγει από τον φωταυγαστή και βυθίζεται στις κατακόμβες της υπαρξιακής του αγωνίας. Στην προσπάθειά του να δικαιώσει την φυγή του, έσβησε όλα τα φώτα και έτσι έφτασε ασθμαίνων, τρομοκρατημένος στο μεσονύχτι της υπαρξιακής του νύκτας.  Όλα είναι σβησμένα και παγωμένα. Αλλά μέσα σ’ αυτή την παγωμένη έρημο η Εκκλησία παραμένει ακόμα στη θέση της, εκεί που ήταν πάντοτε.  Στέκει εκεί ακλόνητη με όλο το Φως της που προσφέρει ο των φώτων παραγωγός, μ’ όλη τη ζέστη που δίνει η παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Η Εκκλησία είναι το καταφύγιο, όπου ο κουρασμένος φυγάς μπορεί να ξαποστάσει τα μεσάνυχτα.  Αλλά δυστυχώς, αυτός προτιμά το έρεβος, την έμπυρη νύχτα μάλλον η τον Φωτοδότη.

Τα μεσάνυχτα είναι τρομακτική και φρικτή ώρα.  Είναι ώρα γεμάτη παγωνιά, φόβο και μοναξιά.  Η ώρα των ακραίων συνειδητοποιήσεων.

Έϊ συ εκεί, έξω στην παγωνιά, μοναχός, γερασμένος, φοβισμένος μπορείς να με νοιώσεις;  Έϊ συ εκεί, ταξιδιώτη του μεσονυχτίου, που γυρνάς μόνος έξω στο κρύο, κυνηγημένος από την απουσία νοήματος  και σκοπού της ζωής, μπορείς να ακούσεις την φωνή μου;  Έϊ συ εκεί, έξω στο σκοτάδι, που κτυπάς τις πόρτες για να μπεις να ζεσταθείς, να βρεις αγάπη και προς μεγάλη σου απογοήτευση είναι κλειστές  επειδή όλα τα σκιάζει η φοβέρα του θανάτου και τα πλακώνει η αμαρτία. Mπορείς να αισθανθείς τον πόνο και την συμπάθειά μου για σένα; Μπορείς να ακούσεις τα αναφιλητά μου;  Μπορείς να καταλάβεις ότι δεν είσαι μόνος;  Έϊ συ εκεί έξω, επίστρεψε στο Φώς, αγκάλιασε το Φώς με ερωτική διάθεση. Ο φωτάρχης Θεάνθρωπος σε αγαπά περισσότερο απ’ όσο ξέρεις. Κλαίει ο Υιός του Θεού για σένα, κλαίει και η Εκκλησία.  Επανάκαμψε στην αγάπη για να σταματήσουν τα δάκρυα. Έλα στο σπίτι. Ο ψυχοτερπής Θεάνθρωπος θα σου πλύνει τα κουρασμένα σου πόδια και η Εκκλησία θα σου τα στεγνώσει. Ξέρω ότι επιθυμείς να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Γνωρίζω ότι το πρόβλημα είναι η αγάπη.  Επίστρεψε στον Χριστό, που είναι ΑΓΑΠΗ.  Γίνε γνήσιος ακόλουθός Του.

Απόσπασμα από το βιβλίο ¨ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ »  του ιερομονάχου Διονυσίου Βογλού.  Εκδόσεις » ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ»

 

Ο ιερομόναχος π. Διονύσιος Βογλός γεννήθηκε στο Βόλο στις 27 Ιανουαρίου 1954. Οι γονείς του Γεώργιος Βογλός και Γαρυφαλιά, είχαν άλλα τρία παιδιά μεγαλύτερα.

Σε νεαρότατη ηλικία αναχώρησε για το Άγιο Όρος όπου εγκαταλείποντας τα πάντα, εμπιστεύθηκε τον εαυτό του στον Δεσπότη Χριστό και κάτω από την σοφή καθοδήγηση του Γέροντος Εφραίμ (μαθητή του Γέροντα Ιωσήφ του Σπηλαιώτου), ασκήθηκε στην υπακοή, την προσευχή και την ισάγγελο πολιτεία. Αρχικά ασκήθηκε στο κελλί του αγίου Αρτεμίου και αργότερα στην Ι. Μονή Φιλοθέου.

Το 1990 χειροτονήθηκε στο Βόλο διάκονος και κατόπιν ιερέας από τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού και  μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Συγχρόνως σπούδαζε στο  Πανεπιστήμιο Αθηνών Θεολογία στην οποία αρίστευσε.

Δύο χρόνια μετά τη χειροτονία του μετατέθηκε στην Αθήνα και τοποθετήθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου Δημητρίου Κυψέλης. Εκεί ανέπτυξε ευρύ πνευματικό έργο με  πλούσια κηρυκτική και ανέπαυσε πλήθος κόσμου με την εξομολόγηση.

Εκοιμήθη στις 27 Μαρτίου 2002 σε ηλικία 48 ετών μετά από σύντομη ασθένεια.

 

4 Σχόλια

Filed under Χωρίς κατηγορία

4 responses to “ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ – ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΒΟΓΛΟΣ

  1. ΑΝΥΠΑΚΟΥΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΠΑΙΔΙ ή ΓΑΤΟΥΛΗΣ

    Σε ευχαριστώ που ανέβασες στο blog σου αυτό το θαυμάσιο απόσπασμα από το βιβλίο του πατρός Διονυσίου Βογλού.
    Σου εύχομαι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου να προστατεύει εσένα και την οικογένειά σου.
    ΑΝΥΠΑΚΟΥΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΠΑΙΔΙ

    Μου αρέσει!

  2. Μιχάλης, πνευματικοπαίδι του

    Πόσο μού έλειψε και μου λείπει αυτός ο άγιος άνθρωπος!!!

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε