Author Archives: ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΕΛΛΑΡΙΟΣ

Πόνος: Ο πιο φρικτός φίλος του ανθρώπου

Έχει δίκαιο ο μοναχός αυτός, όταν λέει ότι ο πόνος φέρνει στην ψυχή περισσότερη ωφέλεια από οτιδήποτε άλλο. Να προσπαθήσουμε αυτό να το εξηγήσουμε. Μέσα μας, το θέλουμε δεν το θέλουμε, το καταλαβαίνουμε δεν το καταλαβαίνουμε, έχουμε πολύ φιλαυτία, πολύ εγωισμό…
Όσο κι αν προσπαθεί κανείς με την προσευχή του ή με άλλους τρόπους να ξεφύγει από τον εαυτό του και να δοθεί στον Χριστό, δεν είναι εύκολο να το κάνει, διότι λυπάται τον εαυτό του, αγαπά τον εαυτό του και δεν αντέχει να τον ζορίσει, να τον κουράσει παραπάνω από όσο δέχεται ο εαυτός του.
Είναι δηλαδή σαν τον γιατρό, όσο καλός γιατρός κι αν είναι κάποιος όταν χειρουργεί άλλους, εάν υποθέσουμε ότι θα θελήσει να κάνει έστω και μία μικρή επέμβαση στον εαυτό του δεν θα τα καταφέρει, καθώς θα βλέπει ότι κόβει τον ίδιο τον εαυτό του, το χέρι του δεν θα είναι σταθερό, θα αρχίσει να τρέμει. Μόνος του κανείς δεν σφάζει τον εαυτό του.
Έτσι και με την προσευχή. Όσο κι αν προσευχηθούμε, δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας. Ο Θεός βέβαια ακούει την προσευχή μας, όμως το θέμα δεν είναι αν μας ακούει ο Θεός. Το θέμα είναι πόσο εμείς δίνουμε τον εαυτό μας στον Θεό, όσο όντως απαρνούμαστε τον παλαιό άνθρωπο, την φιλαυτία μας. Αυτό είναι κάτι που στοιχίζει, και δεν το κάνει εύκολα ο άνθρωπος.
Όταν όμως έρθει ο πόνος, είτε σωματικός είτε ψυχικός, είναι αλλιώς. Μπορεί να έχεις ψυχικό πόνο από κάτι που σου συνέβη, από ένα βάσανο που έχεις, επειδή έχεις κάποιον δικό σου άνθρωπο άρρωστο. Σ’ αυτές μάλιστα τις περιπτώσεις πονάει κανείς ακόμη περισσότερο, παρά αν ήταν ο ίδιος άρρωστος.
Όταν λοιπόν έρχεται ο πόνος, καθόλου δεν μας ρωτάει. Δεν παίρνει την άδειά μας για να εμφανιστεί ούτε ποτέ μας ρωτάει: «Θέλεις να σε πονέσω λίγο παραπάνω, λίγο πιο βαθιά ακόμη; Θέλεις να σε ζορίσω λίγο περισσότερο;» Δεν θα μας πει ποτέ έτσι ο πόνος. Έρχεται, μας πονάει, χωρίς να μας λογαριάζει. Όταν όμως κάνεις προσευχή ή ασκήσε σε οποιαδήποτε άλλη αρετή, την κάνεις όσο θέλεις και ως εκεί που θέλεις εσύ. Και μετά μπορεί να πεις: «Δεν μπορώ άλλο». Αν ήταν στο χέρι σου και για τον πόνο έτσι θα έλεγες: «Φθάνει τόσο, δεν μπορώ άλλο να πονώ». Όμως δεν είναι στο χέρι σου ούτε σε ρωτάει ο πόνος. Συνεχίζει να σε πονάει κι άλλο…κι άλλο…
Ο πόνος λοιπόν σαν άλλο αλέτρι μπαίνει μέσα στην ύπαρξή σου και σε οργώνει αλύπητα, χωρίς καθόλου να σε ρωτάει. Ακόμη κι αν σφαδάζεις, ακόμη κι αν βογγάς κι αν τσιρίζεις και ότι άλλο κι αν κάνεις από τον πόνο, δεν σε ρωτάει καθόλου. Πονάς χωρίς όρια. Εδώ είναι το μυστικό τώρα. Εάν δεν παραπονείσαι, καθώς πονάς, εάν δεν γογγύζεις, εάν όσο μπορείς, άσχετα αν βογγάς, κάνεις υπομονή και λες «να’ναι ευλογημένο» πολύ καλό θα βγεί για την ψυχή σου.
Ο πόνος επειδή είναι αδυσώπητος σε κάνει να συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι τόσο σπουδαίος τελικά, σε κάνει να σκεφτείς ότι είσαι εύθραυστος και όχι ανίκητος, σε κάνει να δεις την ζωή μετά την ζωή , να βρείς τον Θεό. Ο πόνος ταπεινώνει τον άνθρωπο, και τον κρατά εκεί μαλακώνοντας την καρδιά του, κρατώντας τον μακρυά από την αμαρτία.
Ο πόνος είναι ο πιο φρικτός φίλος του ανθρώπου ο οποίος μας ευεργετεί οδηγώντας μας στην κάθαρση, στον φωτισμό και στην εν Χριστώ τελείωση…αρκεί να τον εκμεταλλευτούμε, αρκεί να τον καλωσορίσουμε στην ζωή μας όχι ως εχθρό αλλά ως σύμμαχο, ως διδάσκαλο της ταπείνωσης…

υπάρχουν μερικά αποσπάσματα και από :
Το μυστηριο του Πόνου Α’
π. Συμεών Κραγιοπούλου

http://nefthalim.blogspot.gr

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ασθενείς εν αμαρτία και υγιείς εν μετανοία

Ποῖος εἶναι ὁ λόγος πού μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Τήν ἀπάντησιν μᾶς τήν δίδει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Ὁ Θεός μᾶς ἐδημιούργησε, διά νά γίνωμε κοινωνοί τῆς Θείας Φύσεως καί μέτοχοι τῆς ἀϊδιότητός Του καί νά ἀναδειχθοῦμε ὅμοιοί Του μέ τήν κατά Χάριν θέωσιν, διά τήν ὁποίαν ἔχουν συσταθῆ καί παραμένουν ὅλα τά ὄντα καί ἔχουν παραχθῆ καί γίνει ὅλα τά μή ὄντα»(1).
Διά νά μή χάσωμε τήν μεγίστην αὐτήν δωρεάν τοῦ Παναγάθου Θεοῦ, πρέπει νά θεραπευθοῦμε ἀπό τήν ἀσθένειαν τῆς ψυχῆς μας, πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μία λανθασμένη ἤ μία ἄτοπη κίνησις πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί πού διά νά τήν διορθώσῃ χρειάζεται μία τυπική «συγγνώμη». Ἡ ἁμαρτία εἶναι μία κίνησις ἀντίθετη πρός τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀνταρσία πνευματική κατά τοῦ Θεοῦ!
 Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρή ἐπανάστασις τοῦ ἀνθρώπου κατά τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος διαχωρίζεται ἀπό τόν Θεόν, ἀπομακρύνεται, φεύγει ἀπό τήν Χάριν τῆς Ἐκκλησίας, ἀποξενώνεται, ἀπομονώνεται, καταστρέφεται, τελικά νεκρώνεται. Ὁπότε, ἀκολουθεῖ ὁ σκοτισμός τοῦ νοῦ καί ἡ νέκρωσις τῶν πνευματικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁμαρτία εἶναι κίνησις θεομαχίας. Εἶναι θεομάχος, δηλαδή εἶναι ἑαυτομάχος, βλάπτει, ἀρρωσταίνει καί καταστρέφει τόν ἑαυτόν μας.
Ὁ πρῶτος πού ἁμάρτησε εἶναι ὁ Διάβολος: «…ἀπ᾽ ἀρχῆς ὁ Διάβολος ἁμαρτάνει…» (Α´ Ἰωάν. γ´, 8). Κανένας δέν εἶχε ἁμαρτήσει πρίν ἀπό αὐτόν. Ἁμάρτησε μέ τήν ἰδικήν του προαίρεσιν καί ἀπό τό ἔργον του ὠνομάσθηκε »διάβολος». Ἐνῷ ἦταν ὁ πρῶτος ἀπό τούς ἀγγέλους, κατήντησε νά διαβάλλῃ, δηλαδή νά συκοφαντῇ τόν Θεόν εἰς τούς Πρωτοπλάστους. Αὐτός ὡδήγησε τόν προπάτορα Ἀδάμ εἰς τήν παρακοήν καί εἰς τήν ἐξορίαν.
Τό ἔργον τοῦ φθονεροῦ ἐχθροῦ μας Διαβόλου εἶναι τό νά μᾶς σπρώχνῃ εἰς τήν ἁμαρτίαν.
Ὁ Διάβολος, μετά τήν πτῶσιν του, ὡδήγησε πολλούς εἰς τήν ἀποστασίαν. Αὐτός σπέρνει τίς ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες εἰς ὅσους τόν ἀκολουθοῦν. Ἀπό αὐτόν προέρχονται ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία καί κάθε ἄλλο κακό. Ἀλλά δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς κάμῃ νά ἁμαρτήσωμε, ἐάν ἐμεῖς δέν θέλωμε. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος, ἐάν θά ἀκολουθήσῃ τόν Χριστόν ἤ τόν δαίμονα.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι παράλογη, ἀφύσικη, ἀντίθεη καί δημιουργεῖ ἀποσύνθεσιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί ἀποσύνδεσιν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἁμαρτία εἶναι, θά λέγαμε, ἡ λογική τοῦ δαίμονα, πού εἶναι ἰδιαίτερα ὕπουλος, πονηρός, πανοῦργος, τεχνίτης, πλᾶνος, εὐφυής, ἔμπειρος καί μεγάλος ἀπατεῶνας… Ἡ βάσις τῆς ἁμαρτίας, κατά τόν Ἅγιον Ἰουστῖνον Πόποβιτς, εἶναι νά γίνωμε θεοί δίχως Θεόν, μόνοι μας. Ἡ αὐτοθέωσις αὐτή εἶναι ἀντίθεη, ἀντίχριστη, δαιμονιώδης.
Ἡ συνάντησις τῆς ψυχῆς μέ τήν ἁμαρτίαν γεννᾷ τά πάθη. Ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὡς πορνεία μέ τόν δαίμονα, κατά τόν Ὅσιον Μακάριον. Τά πάθη, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, εἶναι δαιμονοκίνητα καί ὁ ἁμαρτωλός εἶναι κατά ἕναν τρόπον δαιμονισμένος. Ἡ παραμονή εἰς τήν ἁμαρτίαν τυφλώνει τήν ψυχήν, τήν σκοτεινιάζει, τήν ἀρρωσταίνει, τήν τραυματίζει, τήν θανατώνει. Εἰς τήν κατάστασιν αὐτήν ὁ ἁμαρτωλός ἐμπαίζεται ἀπό τούς δαίμονας. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό βασιλικό μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ ἡγεμόνας νοῦς, πού ὁρᾷ τόν Θεόν, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. Ἔτσι, ὁ ἡγεμόνας νοῦς γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Τόν κυριεύουν τότε ἄτοποι, ἀκάθαρτοι, πονηροί λογισμοί. Ἀσχολεῖται μόνον μέ τά κοσμικά, τά γήινα, τά φθαρτά. Τόν αἰχμαλωτίζει τό κακό. Νομίζει πώς ζεῖ. Ἀλλά, ἁπλῶς ὑπάρχει. «Ζεῖ» νεκρός, εἶναι νεκρός ψυχικά. Ἡ ἁμαρτία διέβρωσε τήν ψυχήν του, τήν ἀποδυνάμωσε.
Ἡ κακία εἶναι ξένη πρός τήν φύσιν τῆς ψυχῆς. Ἡ τροπή πρός τήν ἁμαρτίαν εἶναι ἐντελῶς ἑκούσια, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πλήρους ἐλευθερίας. Τό κακό εἶναι ἠθελημένο, ἐπιλεγμένο καί πραγματούμενο ἑκούσια ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ βούλησις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κυρίως ὑπεύθυνη γιά κάθε ἁμαρτία. «Ἀναίτιος τοῦ κακοῦ ἡ θεία Αὐτοαγαθότητα», λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος. Καί ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ μᾶς λέγει, ὅτι «κανένα κακό ἔξω ἀπό τήν προαίρεσιν τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχει».
Ἡ ἁμαρτία εἶναι θανάσιμη ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, ἀλλά δέν εἶναι ἀθεράπευτη. Ἡ θεραπεία της εἶναι ἡ μετάνοια.
Μετάνοια εἶναι ἡ τελεία ἀποστροφή τῆς ἁμαρτίας καί ἡ πορεία ἐπιστροφῆς εἰς τόν Θεόν. Δίχως μετάνοια κανείς δέν ἠμπορεῖ νά σωθῇ. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πώς ἀρχή μετανοίας εἶναι ἡ ἀποχή τοῦ κακοῦ καί ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας εἶναι ἀρχή τῆς σωτηρίας μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει πώς ἡ μετάνοια ἀρχίζει μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τίς κακίες. Δέν ἠμπορεῖ ποτέ κανείς νά προχωρήσῃ καί νά προοδεύσῃ πνευματικά εἰς τά ὑψηλά καί τέλεια, ἄν δέν ἀγγίξῃ τήν ἀρχήν τῶν ἀρετῶν, τήν μετάνοια.
Μετάνοια δέν εἶναι ἡ ἠθικιστική θεώρησις τῆς πνευματικῆς ζωῆς, πού προσπάθησαν μερικοί νά φέρουν ἀπό τήν Δύσιν καί νά προβάλλουν εἰς τόν χῶρον τῶν Ὀρθοδόξων. Εἰς ὁλόκληρον τήν Πατερικήν Παράδοσιν τονίζεται, ὅτι ἡ μετάνοια δέν ἐξαντλεῖται εἰς ὡρισμένας ἀντικειμενικάς βελτιώσεις τῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε εἰς τύπους καί σχήματα ἐξωτερικά, ἀλλά ἀναφέρεται εἰς μίαν βαθυτέραν καί ὁλοκληρωτικήν ἀλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι μία ἁπλῆ συντριβή ἀπό τήν συναίσθησιν διαπράξεως κάποιας ἁμαρτίας. Δέν εἶναι μία νομική διαδικασία πού ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπον ἀπό κάποια αἰσθήματα ἐνοχῆς. Οὔτε μία τυπική ἐξομολόγησις πού κάνει κάποιος πρίν τίς μεγάλες ἑορτές ἤ κάτω ἀπό σκληρές ψυχολογικές συνθῆκες. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἀπόφασις στιγμῆς, προσωρινή δοκιμαστική ἀλλαγή, ψυχολογική ἀνανέωσις, ἁπλῆ νομική πρᾶξις, ἠθικιστική διόρθωσις καί ἐπιπόλαιο πείραμα. Εἶναι γενναία πρᾶξις ζωῆς, ἐπιδίωξις ὀρθοῦ βίου, ἤθους καί ὕφους καί ἐκκλησιολογικῆς, ὑγιοῦς, γνησίας, ἀνόθευτης, ἱερῆς καί νοηματισμένης βιοτῆς.
Ἡ μετάνοια ἀλλάζει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον ψυχοσωματικά. Εἶναι μία μόνιμη πνευματική κατάστασις, πού σημαίνει σταθεράν κατεύθυνσιν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν καί συνεχῆ διάθεσιν διά ἀνορθώσιν, θεραπείαν καί ἀνάληψιν τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος. Εἶναι τό νέο φρόνημα, ἡ νέα σωστή πνευματική κατεύθυνσις, πού πρέπει νά συνοδεύῃ τόν ἄνθρωπον μέχρι τήν στιγμήν τοῦ θανάτου.
Μετάνοια εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀλλαγή τῆς ζωῆς, ἡ ἄρνησις τῆς ἁμαρτίας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν, ἡ ἀλλαγή νοοτροπίας. Δηλαδή, νά νοιώσωμε μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξιν, ὅτι ὁ δρόμος πού ἀκολουθοῦμε δέν ὁδηγεῖ πουθενά καί νά θελήσωμε νά ἐπιστρέψωμε εἰς τόν Θεόν.
Μετάνοια σημαίνει ἀλλάζω νοῦν, ἀλλάζω τρόπον σκέψεως, γίνομαι καινούργιος ἄνθρωπος καί ἑπομένως ἀλλάζω πορείαν. Δέν ἀκολουθῶ αὐτό πού ἐγώ ἐνόμιζα ὅτι εἶναι τό συμφέρον μου, ἀλλά παραδίδω τόν ἑαυτόν μου εἰς τόν Θεόν διά νά μέ καθοδηγήσῃ. Εἶναι μῖσος διά τόν Διάβολον, τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας, δυνατή ἀπόφασις νά μήν ξαναπέσωμε εἰς τά ἴδια. Νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα καί τήν ἀθλιότητά μας. Νά νοιώσωμε σεισμόν ἀληθινῆς μετανοίας. Ἐάν δηλαδή δέν μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί ἐάν δέν πονέσωμε διά τό κακόν πού ἐκάναμε εἰς τήν ψυχήν μας καί εἰς τάς ψυχάς τῶν ἄλλων καί δέν ἀλλάξωμε ζωήν, τότε ἡ μετάνοιά μας δέν εἶναι ἀληθινή. Δέν εἶναι κἄν μετάνοια. Δέν εἶναι τίποτα.
Λέγει ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ Πατριάρχες, οἱ Ἀρχιερεῖς καί ὅλος ὁ κόσμος νά σέ συγχωρήσουν, εἶσαι ἀσυγχώρητος, ἐάν δέν μετανοήσῃς ἔμπρακτα». Νά μισήσωμε τήν ἁμαρτίαν καί νά ἀγαπήσωμε τήν ἀρετήν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ εὐσέβεια». Δηλαδή, ἡ εὐσέβειά μας δέν μένει εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τά πράγματα. Δέν στηρίζεται εἰς τά λόγια, ἀλλά εἰς τίς πράξεις. Ἡ μετάνοια δέν ἔχει σχέσιν μέ τήν ἐπιφάνειαν, ἀλλά μέ τό βάθος.
Μετάνοια εἶναι ἡ δυναμική μετάβασις ἀπό τήν παρά φύσιν κατάστασιν τῶν παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἀρετῆς καί τοῦ κατά φύσιν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέγει: «Μετάνοια σημαίνει ἐπάνοδον ἀπό τό παρά φύσιν εἰς τό κατά φύσιν καί ὅδευσιν πρός τό ὑπέρ φύσιν. Εἶναι πορεία ἀπό τό »κατ᾽ εἰκόνα» εἰς τό »καθ᾽ ὁμοίωσιν»». Ὁ Ἀδάμ πλάσθηκε ἀπό τόν Πανάγαθον Θεόν »κατ᾽ εἰκόνα» καί »καθ’ ὁμοίωσίν» Του. Τό »κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ δόθηκε ἀμέσως. Τό »καθ᾽ ὁμοίωσιν» θά ἔπρεπε ὅμως νά τό καλλιεργήσῃ ἐλεύθερα καί φιλότιμα ὁ ἴδιος, τῇ συνεργείᾳ βέβαια τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ κατάκτησις τοῦ »καθ᾽ ὁμοίωσιν» ἀποτελεῖ τόν ἁγιασμόν, τήν χαρίτωσιν, τήν τελείωσιν, τήν κατά Χάριν θέωσιν. Ὁ ἄνθρωπος ζῶντας εἰς τό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί ἀγνοῶντας τήν ὡραιότητα τῆς Θείας ζωῆς, δέν ἠμπορεῖ νά καταλάβῃ τήν διαφοράν μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καί τῆς θεανθρωπίνης ζωῆς καί νά δῇ τήν πνευματικήν του ἐρήμωσιν. Ἡ μετάνοια ἐλευθερώνει καί δέν ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπον. Ὅσον ὁ πιστός βαθαίνει εἰς τήν μετάνοιαν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καί βιώνει τήν ἐλευθερίαν.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Κι ἄν ἀκόμη κάθε ἡμέρα ἁμαρτάνῃς, κάθε ἡμέρα μετανόει». Καί ἀπαντοῦσαν οἱ ἀκροατές του: «Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ;». Καί ἀπαντοῦσε ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς ναί. Ἀπό ποῦ εἶναι φανερόν; Ἀπό τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου σου. Μόνη ἡ μετάνοιά σου δέν ἀρκοῦσε. Μέτρον εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Ἡ ἰδική σου κακία ἔχει μέτρο. Σκέψου ἕναν σπινθῆρα πού ἔπεσε εἰς τό πέλαγος· μήπως ἠμπορεῖ νά μείνῃ ἐκεῖ ἤ νά φανῇ; Ἔτσι εἶναι καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι εἰς τήν ἁμαρτίαν, ἤ καλύτερα, οὔτε τόσον, ἀλλά πολύ περισσότερον. Διότι, τό πέλαγος κι ἄν ἀκόμη εἶναι μεγάλο, ἔχει ὅρια, ἐνῷ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη»(2).
Ὅσον ἁμαρτωλός καί νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει ποτέ νά ἔρχεται εἰς ἀπόγνωσιν. Ἄν θελήσῃ νά μετανοήσῃ, ὄχι μόνον σώζεται, ἀλλά καί ἅγιος δύναται νά γίνῃ. Ποτέ νά μήν ἀπελπιζώμεθα. Ἀλλά καί νά μήν ἀδιαφοροῦμε. Ὁ Διάβολος θέλει νά μᾶς φέρῃ, εἴτε εἰς ἀπόγνωσιν διά νά μήν σηκωθοῦμε ποτέ ἀπό τήν ἁμαρτίαν, νά μᾶς διασύρῃ καί νά μᾶς σύρῃ αἰωνίως εἰς τούς κόλπους του, εἴτε νά μᾶς ρίξῃ εἰς ἀδιαφορίαν καί εἰς ραθυμίαν διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πτῶσιν. Ὁ ληστής μετά ἀπό τόσες ἁμαρτίες δέν ἔπεσε εἰς ἀπόγνωσιν, ἀλλά μετενόησε καί ἔγινε ὁ πρῶτος πολίτης τοῦ Παραδείσου. Δέν ὑπάρχει καμμία ἁμαρτία πού νά μήν σβήνεται μέ τήν μετάνοιαν. Κανείς ποτέ νά μήν ἀπελπίζεται διά τήν σωτηρίαν του ἀρκεῖ νά μετανοήσῃ.
Ἐρωτοῦσαν τόν Ἱερόν Χρυσόστομον: «Εἶναι δυνατόν νά μετανοήσῃ κανείς καί νά σωθῇ, ἄν ὅλην τήν ζωήν του τήν ἐπέρασεν μέσα εἰς τάς ἁμαρτίας; Σώζεται ἐάν μετανοήσῃ;»(3). Καί ἀπαντοῦσε ο Ἱερός Πατήρ: «Ἀσφαλῶς καί βεβαιότατα σώζεται. Ὁ Κύριός μας ἔχει τήν δύναμιν νά ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα εἰς τέτοιον βαθμόν, ὥστε οὔτε ἴχνος νά μήν μείνῃ. Εἰς τήν περίπτωσιν τῶν ἰατρῶν τοῦ σώματος, αὐτό μερικές φορές εἶναι ἀδύνατον. Ἐνῷ τό τραῦμα θεραπεύεται, ἡ οὐλή μένει. Ὁ Θεός ὅμως, ὅταν ἐξαλείφῃ τά ἁμαρτήματα, οὔτε οὐλή ἀφήνει, οὔτε ἴχνος ἐπιτρέπει νά μείνῃ, ἀλλά μαζί μέ τήν ὑγείαν χαρίζει καί τήν ὀμορφιάν, μαζί μέ τήν ἀπαλλαγήν τῆς τιμωρίας δίδει καί τήν δικαιοσύνην καί κάμει ἐκεῖνον πού ἔχει ἁμαρτήσει ἴσον μέ ἐκεῖνον πού δέν ἔχει ἁμαρτήσει. Διότι, ἐξαλείφει ἐντελῶς τό ἁμάρτημα, σάν νά μήν ἔγινε. Τόσο τέλεια τό ἐξαλείφει, χωρίς νά μένῃ οὔτε οὐλή, οὔτε ἴχνος, οὔτε σημάδι ἀποδεικτικό, οὔτε δεῖγμα»(4).
Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας βροντοφωνάζει: «Καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος· καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ· ἐάν δέ ὦσιν ὡς κόκκινον, ὡς ἔριον λευκανῶ» (Ἡσ. α´, 18). Δηλαδή, καί ἀφοῦ μετανοήσετε, ἐλᾶτε νά συζητήσωμε καί νά λογαριασθοῦμε, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Καί εἰς περίπτωσιν ἀκόμη πού οἱ ἁμαρτίες σας θά εἶναι σάν τό ἐλαφρῶς κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό χιόνι· καί ἐάν ἀκόμη εἶναι σάν τό βαθύ κόκκινο χρῶμα, θά τίς λευκάνω σάν τό ἄσπρο μαλλί τῶν προβάτων.
Λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τό ἀνωτέρω χωρίον τοῦ Ἡσαΐα: «Βλέπετε ἐάν κάπου ὑπάρχῃ οὐλή ἤ ρυτίδα μαζί μέ τό χρῶμα τῆς καθαρότητας; Μήπως ὑπάρχουν κάπου μαυράδια ἤ λεκέδες; Πουθενά δέν φαίνονται. Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὅταν τό ζητήσῃ ὁ ἄνθρωπος, ἐξαλείφει τά πάντα»(5).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει πώς ἡ μετάνοια δύναται νά ἐπαναφέρῃ τόν μετανοοῦντα σέ μεγαλύτερη καθαρότητα καί ἀπό τήν πρό τῆς ἁμαρτίας κατάστασιν. Ἡ μετάνοια εἶναι βάπτισμα μετά τό Βάπτισμα, Χάρις μετά τήν Χάριν.
Λέγει ἐπίσης ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ἄφεσις ἁμαρτιῶν σημαίνει πηγή σωτηρίας καί βραβεῖον μετανοίας. Ἡ μετάνοια εἶναι θεραπευτικόν ἰατρεῖον τῆς ἁμαρτίας· εἶναι δῶρον οὐράνιον, δύναμις θαυμαστή, δύναμις πού μέ τήν Θείαν Χάριν νικάει ὅλα τά κακά ἀποτελέσματα τῆς παραβάσεως τῶν Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν. Δι’ αὐτό, δέν ἀπορρίπτει τόν πόρνον, δέν διώχνει τόν μοιχόν, δέν κατακρίνει τήν μοιχαλίδα, δέν ἀποστρέφεται τόν μέθυσον, δέν σιχαίνεται τόν εἰδωλολάτρην, δέν ἀπομακρύνει τόν ὑβριστήν, δέν διώχνει τόν βλάσφημον, οὔτε τόν ἀλαζόνα, ἀλλά ὅλους τούς μεταβάλλει· διότι ἡ μετάνοια εἶναι χωνευτήριον τῆς ἁμαρτίας»(6).
Μέ τήν μετάνοιαν, ὁ ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά ξανασηκωθῇ ἀπό τήν πτῶσιν του, νά θεραπεύσῃ τίς πληγές του καί νά συνεχίσῃ τήν δύσκολην πορείαν του. Ἡ μετάνοια ἐξαφανίζει τά δάκρυα τῆς δυστυχίας, τίς ἐνοχές, τούς φόβους, τήν ἀπόγνωσιν, μᾶς δίδει παρρησίαν πρός τόν Θεόν καί ἀλλάζει ὀντολογικά τήν μεταπτωτική μας φύσιν.
Διά νά εἶναι ἀληθινή ἡ μετάνοια, θά πρέπῃ νά εἶναι ἔμπρακτη. Ἡ ἀληθινή ἔμπρακτη μετάνοια, ἔχει ὀνομασθῆ ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας «δεύτερο Βάπτισμα» ἤ «ἀνανέωσις τοῦ Βαπτίσματος». «Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, λέγει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἔχει ἄμεση εὐεργετική ἐπίδρασι, πρῶτα εἰς τούς οἰκείους, τήν οἰκογένειαν, καί μετά εἰς τούς συνανθρώπους, εἰς τό κοινωνικόν καί ἐπαγγελματικόν περιβάλλον, ἀκόμη καί εἰς τούς ἀπογόνους. Ὅλοι διδάσκονται καί ὅλοι σιωπηλά παροτρύνονται εἰς τήν ἐξάσκησιν τῆς ἀρετῆς. Καί ἐπειδή ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἔργον μόνον μίας ἡμέρας, ἀλλά συνεχής καί ἰσόβιος, αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά μεταμορφώνεται ὁ μετανοῶν μέ τά δάκρυα πού χύνει, τό πένθος καί τήν συντριβήν πού καλλιεργεῖ καί τόν καθημερινόν ἀγῶνα πού διεξάγει, μέ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, ἐγκράτεια, Θεία Κοινωνία, μέ προσοχή εἰς τάς αἰσθήσεις, ἱερά μελέτη, φιλεύσπλαχνη ἐλεημοσύνη, κλπ. Ἡ μετάνοια ἐπιδρᾶ πολύ εὐεργετικά, διά τῆς Χάριτος, εἰς ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογενείας του, ἀκόμη καί εἰς ὁλόκληρον τόν κόσμον. Οἱ καρποί τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι πάντοτε φανεροί καί ὠφέλιμοι».
Μέ τά ἔργα μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι μέ τά λόγια. Λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν» (Ἡσ. α´, 16). Δηλαδή, λουσθεῖτε διά τοῦ πνευματικοῦ λουτροῦ τῆς μετανοίας, γίνετε καθαροί, ἀφαιρέσετε τίς πονηρίες ἀπό τίς ψυχές σας, ὥστε νά μή φαίνωνται ἀκάθαρτες αὐτές μπροστά στά μάτια μου, παύσατε ἀπό τίς πονηρίες σας. Καί σχολιάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἀφοῦ λέγῃ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας «ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν», διατί προσθέτει καί »ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου»; Δέν ἦταν ἀρκετό τό πρῶτο μέρος τῆς προτάσεως;». Καί ἐξηγεῖ ὁ Ἱερός Χρυσόστομος: «Ὁ ἄνθρωπος βλέπει εἰς τό πρόσωπον, ἐνῷ ὁ Θεός εἰς τήν καρδίαν».
Ἡ μετάνοια πρέπει νά εἶναι οὐσιαστική καί ἔμπρακτος καί ὄχι ὑποτυπώδης, μόνον μέ λόγια, δηλαδή διά τούς ὀφθαλμούς τῶν ἀνθρώπων. Διαφορετικά βλέπουν οἱ ὀφθαλμοί τῶν ἀνθρώπων καί διαφορετικά ὁ Θεός. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Εἶδα ἄνθρωπον πού φανερά ἁμάρτησε, ἀλλά μυστικά μετενόησε. Καί αὐτόν πού ἐγώ τόν κατέκρινα ὡς ἀνήθικον, ὁ Θεός τόν θεωροῦσε ἁγνό, διότι μέ τήν μετάνοιάν του Τόν εἶχε ἐξευμενήσει πλήρως».
Εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, ὁ ἕνας, μικρός ἤ μεγάλος, θά κρίνεται πάντοτε ἀπό τούς ἄλλους. Εἰς τήν μέλλουσαν ὅμως ζωήν, οἱ πολλοί, δηλαδή οἱ πάντες, θά κριθοῦμε ἀπό τόν Ἕναν! Τόν Θεόν. Ἡ ἀπόφασις διά τούς πολλούς θά εἶναι τότε ἡ ἐτυμηγορία τοῦ Ἑνός. Ἐδῶ, εἰς αὐτήν τήν ζωήν, οἱ κρίσεις τῶν ἀνθρώπων διά τούς ἄλλους στηρίζονται σέ ὅ,τι βλέπουν μόνον ὡς θεατές. Ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ δι᾽ ὅλους μας ὅμως, βασίζεται εἰς ὅσα Ἐκεῖνος γνωρίζει, ὡς τέλειος καρδιογνώστης.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἀρχή καί τέλος τῆς κατά Χριστόν πολιτείας καί σκοπός αὐτῆς τῆς ζωῆς. Δι᾽ αὐτό, εἶναι ἑπόμενο ὅλα νά θεωροῦνται ἀπό αὐτήν καί νά παίρνουν ἀξία ἤ ἀπαξία σέ σχέσι μέ αὐτήν. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τήν θεωρεῖ ἀναβαπτισμόν, νέαν συνθήκην μέ τόν Θεόν, ἐνδυνάμωσιν κατά τῆς ἀπελπισίας, λογισμόν αὐτοκριτικῆς καί αὐτοκατακρίσεως, ἐμπιστοσύνην εἰς τόν Θεόν καί ἀπόλυτην ἐλπίδα, συνδιαλλαγήν καί ἀγαθοεργίαν, καθαράν συνείδησιν, ὑπομονήν εἰς τάς θλίψεις, ἀντοχήν εἰς τήν νηστείαν, νέκρωσιν τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, διά νά ἔλθῃ εἰς μετάνοιαν, φθάνει προηγουμένως εἰς ἐπίγνωσιν «τῶν οἰκείων πλημμελημάτων» καί μεταμελεῖται ἐμπρός εἰς τόν Θεόν, εἰς τόν ὁποῖον καταφεύγει «ἐν συντετριμμένῃ καρδίᾳ». Ἀφήνει τόν ἑαυτόν του εἰς τό πέλαγος τῆς εὐσπλαχνίας Ἐκείνου καί πιστεύει, ὅπως ὁ ἄσωτος, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νά ἐλεηθῇ ἀπό τόν Θεόν καί νά ὀνομάζεται υἱός Του. Καί ὅταν, μέ τήν ἐπίγνωσιν καί τήν συναίσθησιν τῆς ἁμαρτωλότητος, ἑλκύσῃ ἐπάνω του τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παίρνει τελείαν τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν του μέ τήν αὐτομεμψίαν καί τήν ἐξομολόγησιν.
Ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις εἶναι καρπός τῆς μετανοίας καί τελικός σκοπός της εἶναι ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ πιστοῦ εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Θείαν Κοινωνίαν. Ἡ Μετάνοια σώζει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Θείαν Κοινωνίαν, πού δίδεται «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Ὅσες καλές πράξεις καί νά κάνωμε, ὅσες ἐλεημοσύνες, κλπ., ἐάν δέν πηγαίνωμε εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐάν δέν συμμετέχωμε ἐνεργά εἰς τήν Θείαν Λατρείαν, ἐάν δέν προσερχώμεθα εἰς τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς, καί ἐάν πρίν ἀπό αὐτό δέν ἐξομολογούμεθα, δέν κερδίζομε τίποτα.
Ἐξομολόγησις εἶναι ἡ εἰλικρινής καί καθαρή ἐξαγόρευσις τῶν πτώσεων, τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν λογισμῶν. Εἶναι ἕνας ἐμετός πνευματικός. Κάνομε ἐμετό μέ πόνον ψυχῆς ὅσον δηλητήριον τῆς ἁμαρτίας ἔχομε πιεῖ, ὅ,τι σάπιο ἔχομε φάγει.
Ἡ σωστή ἐξομολόγησις εἶναι ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, εἶναι ἡ συμφωνία μέ τόν Θεόν, μέσῳ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός, διά μίαν καινούργιαν ζωήν. Ἡ εἰλικρινής ἐξομολόγησις καί ἡ ἐξαγόρευσις ὅλων τῶν λογισμῶν καί τῶν ἁμαρτημάτων, μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἀποστροφήν πρός τήν ἁμαρτίαν καί εἰς τόν πόθον ἁγίας ζωῆς. Μέ τήν ἐξομολόγησιν θά βιώσωμεν τήν ἀληθινήν ἐλευθερίαν καί λύτρωσιν, τήν ὁποίαν κανείς ἄλλος δέν ἠμπορεῖ νά μᾶς τήν προσφέρῃ. Οὔτε ἰατρός, οὔτε ψυχαναλυτής, οὔτε φίλος, συγγενής, κλπ. Μέ τήν ἐξομολόγησιν δέν θεραπεύονται μόνον οἱ θανάσιμες πληγές πού προκαλοῦν οἱ ἁμαρτίες, ἀλλά καί ὅ,τι προκαλεῖ κατάθλιψιν, ἄγχος, ἀνασφάλειαν, ἀνησυχίαν, φοβίαν, ἀγωνίαν καί οἱεσδήποτε ἄλλες νοσηρές ψυχοσωματικές καταστάσεις. Ἀρκεῖ νά ὑπάρχῃ ἀληθινή συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀληθινή μετάνοια καί εἰλικρινής ἐξομολόγησις.
Ὅ,τι ἁμαρτίες καί νά ἔχωμε διαπράξει εἰς τήν ζωήν μας, συγχωροῦνται διά τῆς μετανοίας καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες συγχωροῦνται. Μόνον ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητος καί χαρακτηρίζεται ὡς βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Πᾶσα ἁμαρτία καί βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δέ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· … οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι» (Ματθ. ιβ´, 31-32). Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ἡ βλασφημία αὐτή ταυτίζεται καί μέ τήν ἀμετανοησίαν, διότι τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού χορηγεῖ τήν σώζουσαν Τριαδικήν Χάριν. Ἡ Θεία Χάρις μᾶς σώζει, μᾶς λυτρώνει, μᾶς δικαιώνει καί μᾶς ἁγιάζει. Ἀμετανοησία σημαίνει ἄρνησιν τῆς Θείας Χάριτος. Δι᾽ αὐτό – ἐκτός ἄλλων ἀρνήσεων…, πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος νά ἀναφέρωμε – καί αὐτή ἡ ἄρνησις ἀποτελεῖ προσβολήν καί βλασφημίαν κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἀκάθαρτος νοῦς δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι δεκτικός τῆς θείας Χάριτος. Μέ τήν κάθε ἁμαρτίαν, τήν μικρήν ἤ τήν μεγάλην, ἀπομακρυνόμεθα ἀπό τόν Χριστόν, πού εἶναι ἡ ὄντως Ζωή, καί ἔτσι ἐκπίπτομε τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἀσυγχώρητη, διότι ἡ Θεία Χάρις πού ὁδηγεῖ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τήν μετάνοιαν, δέν ἐνεργεῖ αὐθαίρετα, ἀλλά ζητεῖ καί τήν ἀνθρωπίνην συγκατάθεσιν καί συνεργείαν.
Διά τήν ἔμπρακτον μετάνοιαν, οἱ ὀλιγωρίες καί οἱ χλιαρότητες, οἱ ἀναβολές καί οἱ ἀμφιβολίες, ὅπως καί οἱ πολλές δικαιολογίες, πιθανόν νά ἀποβοῦν δι᾽ ὅλους μας ὀλέθριες καί καταστρεπτικές μέ τραγικήν συνέπειαν τόν αἰώνιον θάνατον τῆς ψυχῆς μας, δηλαδή τήν Κόλασιν.
Τήν βρωμιάν καί τήν δυσωδίαν ἀπό τόν βοῦρκον πού ζοῦμε, καθαρίζουν ἡ μετάνοια καί ἡ Ἱερά Ἐξομολόγησις. Ἡ Ἐξομολόγησις εἶναι ἕνα ἀπό τά ἑπτά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Διάβολος, ἐκτός τῶν ἄλλων, θά μᾶς φέρῃ ἐντροπήν εἰς τήν σκέψιν καί μόνον ὅτι μέ τήν μετάνοιαν χρειάζεται ἐξομολόγησις. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἡ ἐντροπή δόθηκε ἀπό τόν Θεόν, διά νά μᾶς συγκρατῇ ἀπό τόν κατήφορον τῆς ἁμαρτίας. Καί ὅμως, αὐτό τό δῶρον τό ἐπῆρε ὁ Διάβολος καί τό ἔκαμε ἐμπόδιον διά τήν μετάνοιαν καί τήν Ἱεράν Ἐξομολόγησιν». Λέγει ὁ Ἱερός Πατήρ: «Ἡ ἁμαρτία ἔχει τήν ἐντροπήν καί ἡ μετάνοια τήν παρρησίαν. Ἡ ἁμαρτία ἔχει τό σάπισμα, ἔχει τήν αἱμορραγίαν καί τόν θάνατον, ἐνῷ ἡ μετάνοια προκαλῇ τήν πλήρη θεραπείαν. Τήν τάξιν αὐτήν τήν ἀντέστρεψε ὁ Σατανᾶς καί ἔδωσε τήν παρρησίαν καί τόν κομπασμόν εἰς τήν ἁμαρτίαν καί τήν ἐντροπήν εἰς τήν μετάνοιαν. Καί ὅμως, πρέπει νά ἐντρεπώμεθα, ὅταν ἁμαρτάνωμε καί ὄχι ὅταν ἐξομολογούμεθα. Εἰς τήν μετάνοιαν εὑρίσκεται ἡ θεραπεία καί κατακτᾶται ἡ σωτηρία».
Ἕνα ἄλλο βασικό θέμα πού ἐπισημαίνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι τό θέμα τῆς ἀπογνώσεως καί τῆς ἀπελπισίας. Καί ἄν εἰς αὐτές προστεθοῦν καί ἐνοχές, τύψεις, κλπ., τότε ἡ ψυχική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τραγική. Καί αὐτό, διότι σκοτίζεται ὁ νοῦς, θολώνει τό μυαλό καί μειώνονται κατά πολύ οἱ ψυχικές ἀντιστάσεις. Ὁ Διάβολος, μέσῳ τῶν λογισμῶν, μᾶς λέγει συνεχῶς: «Δέν ὑπάρχει πλέον σωτηρία. Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα νά σωθῇς, ἄδικα ἀγωνίζεσαι. Τά ἴδια θά κάνῃς πάλι, κοροϊδεύεις τόν Θεόν. Ὁ Θεός σέ ἀποστρέφεται, κλπ.». «Ἀφοῦ συνέχεια πίπτωμε εἰς τά ἴδια καί τά ἴδια, ποῖος ὁ λόγος, μᾶς λέγει, νά συνεχίσωμε νά ἀγωνιζώμαστε;». Ὁ δαίμονας ἐπισταμένως ἐργάζεται διά νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἀπόγνωσιν.
Καμμία ἁμαρτία δέν εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅλες συγχωροῦνται ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἔγκαιρα καί ἔγκυρα, νά μετανοήσῃ. Ἡ μετάνοια ἐπαναφέρει, ἐπανορθώνει, ἀνορθώνει. Μέ τίς ἐνοχές, τίς τύψεις καί τήν ἀπελπισίαν, δέν ἐπιτυγχάνεται ποτέ ἡ μετάνοια. Ὁ Θεός πάντοτε μᾶς περιμένει, δέν μᾶς ἀπαρνιέται ποτέ καί δέν πρέπει ποτέ νά ἀπελπιζώμεθα. Δέν ἐπιτρέπεται ἡ ἀπελπισία.
Ἐρωτᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ἄραγε ποιό εἶναι τό ὅριο τῶν ἁμαρτιῶν πού ἠμπορεῖ νά ἐλπίζῃ ὁ ἁμαρτωλός εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, μέσῳ τῆς μετανοίας του;». Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς: «Ἐάν ἦταν δυνατόν νά ἀριθμήσωμε τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ καί νά μετρήσωμε τό μέγεθος τοῦ θείου ἐλέους, τότε μόνον θά ἀπελπιζώμεθα ἀπό τίς ἰδικές μας ἁμαρτίες. Τά ἁμαρτήματά μας ἠμποροῦμε νά τά μετρήσωμε. Ἐπειδή ὅμως τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρον καί τά σπλάχνα τῶν οἰκτιρμῶν Του ἀναρίθμητα, δι’ αὐτό καί δέν μᾶς ἐπιτρέπεται ἡ ἀπόγνωσις. Οὔτε οἱ ἐνοχές μᾶς ἐπιτρέπονται, οὔτε ἡ ἀπελπισία. Τότε, τί πρέπει νά κάνωμε ὅταν ἁμαρτάνωμε, καί μάλιστα θανάσιμα; Νά ἀποκτήσωμε τήν ἐπίγνωσιν τῆς Θείας εὐσπλαχνίας καί νά μισήσωμε τίς ἁμαρτίες μας μέ ὅλην μας τήν καρδίαν. Καί τότε, διά τῆς μετανοίας, ἡ ἄφεσις εἶναι βεβαία, ἀφοῦ παρέχεται δωρεάν ἀπό τό Πανάγιον Αἷμα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέν πρέπει νά μᾶς πιάνῃ ἀπελπισία».
Ἐπίσης, εἰς μίαν πολύ παρηγορητικήν ἐπιστολήν πρός ἐκπεσοῦσαν ψυχήν, μεταξύ ἄλλων, γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Ὅσον μᾶς εἶναι δυνατόν, ἀδελφή μου ψυχή, ἄς ἀνυψώσωμε τούς ἑαυτούς μας ἀπό τήν πτῶσιν καί ἄς μήν ἀπελπιζώμεθα, μέ τήν προϋπόθεσιν ὅμως, ὅτι θά ἀπομακρυνθοῦμε γρήγορα ἀπό τό κακό. Ὁ Χριστός ἦλθε εἰς τόν κόσμον διά νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς. »Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Αὐτῷ καί κλαύσωμεν ἐνώπιον Αὐτοῦ», μᾶς λέγει ὁ Ψαλμωδός (Ψαλμ. 94, στ´). Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ βοᾷ καί κράζει προσκαλῶντας ὅλους μας εἰς μετάνοιαν. Ὑπάρχει ὁδός σωτηρίας, ἐάν θέλωμε, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀφαιρεῖ κάθε δάκρυ ἀπό τά πρόσωπα ὅλων ἐκείνων πού ἀληθινά μετανοοῦν. Ἕτοιμος εἶναι ὁ μεγάλος Ἰατρός τῶν ψυχῶν νά σοῦ θεραπεύσῃ τό πάθος. Ἐκείνου λόγια εἶναι καί ἐκεῖνο τό γλυκύτατον καί σωτήριον Στόμα εἶπεν: «Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατρού ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλ’ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Λουκ. ε´, 31-32).
Ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνος πού θέλει νά σέ καθαρίσῃ ἀπό τόν πόνον καί τό πῦον τῆς πληγῆς καί νά σοῦ δείξῃ φῶς μέσα στό σκοτάδι. Ἐσένα ζητεῖ ὁ Ποιμήν ὁ καλός, ἐγκαταλείψας τά μή πεπλανημένα. Ἐάν παραδώσῃς τόν ἑαυτόν σου εἰς Αὐτόν, δέν θά διστάσῃ καί δέν θά ἀπαξιωθῇ ὁ φιλάνθρωπος Κύριος νά σέ κρατήσῃ ἐπάνω εἰς τούς ἰδικούς Του θεϊκούς ὤμους, καταχαρούμενος πού βρῆκε τό πρόβατον τό ἀπολωλός. Ὁ Θεός Πατέρας στέκεται καί περιμένει τήν ἐπάνοδόν σου ἀπό τήν πλάνην τῆς ἁμαρτίας. Μόνον νά ἐπιστρέψῃς καί ἐνῷ θά εἶσαι ἀκόμη μακρυά, θά τρέξῃ καί θά πέσῃ εἰς τόν τράχηλόν σου καί θά ἀγκαλιάσῃ μέ Πατρικούς ἀσπασμούς τήν καθαρισμένην ἤδη ἀπό τήν μετάνοιαν ψυχήν σου. Καί θά τήν ἐνδύσῃ μέ τήν πρώτην πάλλευκην στολήν καί θά σοῦ βάλῃ δακτυλίδι εἰς τό χέρι καί ὑποδήματα εἰς τούς πόδας, πού ἐπέστρεψαν ἀπό τόν κακόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας εἰς τόν δρόμον τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας. Καί θά ἐξαγγείλῃ ἡμέρα χαρᾶς καί εὐφροσύνης εἰς τούς ἰδικούς Του ἀγγέλους καί Ἁγίους εἰς τόν Οὐρανόν καί θά ἑορτάσῃ μέ κάθε λαμπρόν τρόπον τήν σωτηρίαν σου. «Ἀμήν γάρ λέγω ὑμῖν, ὅτι χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ. ιε´, 10). Καί ἄν δι’ αὐτό παραπονεθῇ κάποιος ἀπ’ αὐτούς πού νομίζουν ὅτι στέκονται καλά καί εἶναι δίκαιοι, Αὐτός ὁ Πανάγαθος Θεός θά ἀπολογηθῇ διά ἐσένα λέγοντας «ἔπρεπε καί σύ νά εἶχες χαρῆ καί εὐφρανθῆ, διότι ἡ ψυχή αὐτή ἦταν νεκρή καί ἀνεστήθη, χαμένη δέ καί εὑρέθη» (Λουκ. ιε´, 24)».
Ἡ μετάνοια συνυφαίνεται μέ τήν Ἐξομολόγησι καί ἀπαλλάσσεται ὁ ἐξομολογούμενος ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἐξομολόγησις δέν γίνεται ἀπό καλή συνήθεια, διά τό καλόν, διά τό ἔθιμον, ἀπό φόβον μήν μᾶς τιμωρήσῃ ὁ Θεός, κλπ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι βαθειά ἀνάγκη τῆς μετανοημένης ψυχῆς, ταπεινή κατάθεσις τοῦ βάρους τῶν πλημμελημάτων της. Ἡ Ἐξομολόγησις πού γίνεται μέ συντριβήν καί δάκρυα εἶναι ἡ ἀνανέωσις τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Δι᾽ αὐτό καί καλεῖται »λουτρό δακρύων» ἤ »δεύτερο Βάπτισμα». Ἐνδεικτικά τῆς ἀληθινῆς μετανοίας εἶναι: Ἡ συντριβή, τά δάκρυα, ἡ ἀποστροφή πρός τήν ἁμαρτίαν καί ὁ πόθος ἁγίας ζωῆς.
 Ἡ θεία Χάρις θά ξεσκοτίσῃ τήν καρδιά, θά δυναμώσῃ τήν θέλησιν, θά φωτίσῃ τόν νοῦν, πού εἶναι διαρκῶς ἐσκοτισμένος, θά προκαλέσῃ συντριβήν, θά φέρῃ μετάνοιαν, θά ὁδηγήσῃ τόν ἁμαρτωλόν εἰς τό ἐπιτραχήλιον τοῦ Πνευματικοῦ.

Πῶς θά μετανοήσῃ κανείς; Πῶς θά ἀρχίση; Χρειάζεται νά ξαποστάσῃ κατ᾽ ἀρχάς, νά ξελαχανιάσῃ ἀπό τό καθημερινό τρεχαλητό, τό κυνηγητό τῆς ἡδονῆς, νά στραφῇ πρός τά μέσα του, νά κινηθῇ ἀπό τήν συνεχῆ ἑτεροπαρατήρησι εἰς τήν αὐτοπαρατήρησι, ἀπό τόν σχολιασμόν- κουτσομπολιό τῶν πάντων εἰς τήν συνομιλίαν μέ τόν ἄγνωστον ἑαυτόν του. Νά σκύψῃ λίγο μέσα του, νά σκάψῃ ἐντός του, νά δῇ τίς δυνάμεις, τίς δυνατότητες, τά ὅρια, τίς ἀντοχές, τά δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρός αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καί κατανόησις τῶν ἄλλων.
Μετανοεῖ ὁ ἄνθρωπος, διότι ἐλπίζει ὅτι θά λάβῃ ἀπό τόν Θεόν τήν συγχώρησιν. Καί ἔτσι εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα. Παραδεχόμενος ὁ ἄνθρωπος εἰλικρινά τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀναγνωρίζει καί ὁμολογεῖ τήν ἀδυναμίαν του. Ἡ γνῶσις τῆς ἀδυναμίας εἶναι δύναμις. Ἡ παραδοχή τῆς ἥττας εἶναι νίκη. Ἡ δίχως δικαιολογίες συναίσθησις τῆς παραβατικότητος, ἀνυπακοῆς καί καταχρήσεως τῆς ἐλευθερίας, ὁδηγεῖ εἰς τήν μετάνοιαν. Ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: «Ὅποιος συνέχεια δικαιολογεῖται, ἔχει Γέροντά του τόν Δαίμονα».
Εἶναι σημαντικό ἡ ἐξεύρεσις ἑνός διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός πρός ὀρθήν καθοδήγησιν, μακρυά ἀπό ὑπερβολές, ἀκρότητες, συναισθηματισμούς καί νοσηρότητες. Ἡ ἀγωγή πού δίδει ὁ πνευματικός συνδράμει εἰς τό ξεκαθάρισμα πολλῶν πραγμάτων, εἰς τήν εἴσοδον εἰς τήν οὐσίαν τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἰς τήν γνῶσιν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δέν εἶναι ἕνας ὡραῖος καί ἱερός θρησκευτικός ὀργανισμός, ἕνα σωματεῖο κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἕνας χῶρος ὅπου περνᾶμε εὐχάριστα, ἀποδεχόμενοι, συζητῶντας καί χαμογελῶντας συνέχεια, ὅπου ἱκανοποιοῦνται συναισθήματα, καταξιωνόμαστε, κλπ.
Ὁ πνευματικός συνδέει τόν ἐξομολογούμενο μέ τόν Χριστόν καί ὄχι μέ τόν ἑαυτόν του. Προσεύχεται δι᾽ αὐτόν, ἀκόμη καί ὅταν παρακούῃ, ἴσως τότε πιό πολύ. Ἡ ὑπακοή δέν ἐπιβάλλεται, δέν ἔχει σχέσι μέ στρατιωτική πειθαρχία. Ἡ ὑπακοή βοηθᾶ εἰς τήν ταπείνωσιν, εἰς τήν ἐκκοπήν τοῦ νοσηροῦ ἰδίου θελήματος. Ὁ προσευχόμενος καί μέ διάκρισιν Πνευματικός Πατήρ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἠμπορῇ νά διακρίνῃ τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό, τό ἀγγελικό ἀπό τό ἀνθρώπινο, τό πνευματικό ἀπό τό ὑλικό, τό ψυχικό ἀπό τό σωματικό, τό ψυχολογικό ἀπό τό νευρολογικό, τό ψυχιατρικό ἀπό τό νευρικό, τό ἀγχωτικό ἀπό τό ἀνυπόμονο, καί πολλά ἄλλα παρόμοια. Ἡ τυχόν ἀδιακρισία τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός θά δημιουργήσῃ σύγχυσιν καί σοβαρήν πνευματικήν ζημίαν, πού ἠμπορεῖ πολύ νά ταλαιπωρήσῃ καί τόν ἐξομολόγο καί τόν ἐξομολογούμενο. Ἡ σύγχυσις τῆς ἀκριβοῦς διαγνώσεως, π.χ. ἕνα πρόβλημα ψυχολογικό νά θεωρηθῇ ὡς δαιμονισμός, θά δημιουργήσῃ μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις καί ταλαιπωρίες. Ὁ εἰλικρινά μετανοημένος ἄνθρωπος δέν ἔχει ψυχολογικά προβλήματα μειονεξιῶν, διχασμῶν, ἀνικανοποιήτων καί ἀνολοκληρώτων καταστάσεων, συναισθηματικῶν ἀσταθειῶν, φοβιῶν, καχυποψιῶν καί λοιπῶν κουραστικῶν παρομοίων πραγμάτων.
Εἶναι σημαντική ὁπωσδήποτε ἡ πνευματική καθοδήγησις, βοήθεια καί συνδρομή ἐμπείρου καί διακριτικοῦ Πνευματικοῦ Πατρός εἰς τήν ἀνόρθωσιν τοῦ πνευματικοῦ τέκνου. Ἡ μεγάλη μάχη ὅμως, δίδεται ἐντός τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπῃ νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν, νά ἐνισχυθῇ ἀπό τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀγωνισθῇ ὑπομονετικά καί ἐπίμονα διά τήν ἀπαλλαγήν ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐνθυμήσεις, μνῆμες καί προσβολές, ἀγαπῶντας ὅλο καί πιό πολύ τόν Χριστόν. Ὅλα αὐτά φυσικά γίνονται ἐλεύθερα καί αὐτοπροαίρετα καί δέν ὑπάρχει κανένα νόημα εἰς κανενός εἴδους ἐξαναγκασμόν. Ποτέ δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκβιάσωμε κάποιον νά ἐξομολογηθῇ. Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἱερόν Μυστήριον καί πρᾶξις ἐλευθερίας. Προηγοῦνται τῆς μετανοίας ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἁμαρτίας καί ἡ συνειδητοποίησις τῆς ἁμαρτωλότητος. Ἀκολουθεῖ ἡ λύπη διά τήν ἁμαρτίαν. Ἕπεται ἡ ἐξομολόγησις μέ καρδίαν συντετριμμένην καί πνεῦμα ταπεινωμένον καί ἀπόφασιν διά μόνιμον ἀποχήν ἀπό τό κακόν. Ἐλεύθερα καί αὐτόβουλα ἐπιλέγει ὁ ἁμαρτωλός τήν μετάνοιαν καί πλουτίζει ἀπό τά ἀγαθά τῆς εἰρήνης. Μέ τήν μετάνοιαν καί τήν ἐξομολόγησιν «δίδεται» ἡ συγχώρησις ὅλων τῶν ἁμαρτημάτων. Διά τῆς ἀφέσεως αὐτῆς, ἐπανέρχεται ὁ μετανοήσας ἁμαρτωλός εἰς τήν κατάστασιν τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες, μικρές ἤ μεγάλες, θανάσιμες καί μή, ἐξαλείφονται.
Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Δέν περιμένει ὁ Θεός νά περάσῃ χρόνος ἀπό τήν μετάνοιαν. Ὡμολόγησες τήν ἁμαρτίαν σου μέ εἰλικρίνειαν; Δικαιώθηκες καί συγχωρέθηκες. Μετενόησες ἀληθινά; Ἐλεήθηκες. Δέν χρειάζεται πολύς χρόνος. Αὐτή εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ ἄπειρη μακροθυμία καί φιλανθρωπία».
Ἄν ἡ ψυχή τοῦ μετανοοῦντος γεμίσῃ παράκλησιν-παρηγορίαν ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα καί φωτισμόν, τότε οὐδεμία τοῦ δαίμονος προσβολή ἤ τῆς κακίας τοῦ κόσμου ἐπίθεσις ἠμπορεῖ νά διαταράξῃ τήν ψυχικήν ὑγείαν πού ἀπέκτησε μέ τό λουτρόν τῶν δακρύων τῆς ἐξομολογήσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ μετανοῶν εἶναι ἐπί πλέον μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνός τῆς Θείας Χάριτος.

Λέγουν οἱ Πατέρες, ὅτι ὅταν ὁ Θεός σοῦ ἔχῃ συγχωρήσει καί τίς πιό βαρειές σου θανάσιμες ἁμαρτίες, ἐσύ χάριν τῆς ψυχικῆς σου ἀσφαλείας, νά τίς ἔχῃς πάντοτε ἐμπρός εἰς τούς ὀφθαλμούς σου. Γιατί ὅποιος θυμᾶται τά σφάλματα τοῦ παρελθόντος, ἀποτρέπεται ἀπό μελλοντικές παρεκτροπές, καί ὅποιος πονάει ἀληθινά διά τά πρῶτα του λάθη, προφυλάσσει ὁπωσδήποτε τόν ἑαυτόν του ἀπό τήν ἐπανάληψίν των. Δι’ αὐτό καί ὁ Δαυΐδ λέγει καί ὁμολογεῖ: « …ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω, καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διά παντός» (Ψαλμ. ν´, 5).
Ἡ μετάνοια εἶναι ἔργον τῆς Θείας Χάριτος. Ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ φωτίσῃ τάς ψυχάς μας, τότε βλέπομε τήν ἐσωτερικήν ἐρήμωσιν, τά πάθη, τάς ἁμαρτίας μας. Ἡ Θεία Χάρις ξυπνᾶ τήν κοιμισμένην, τήν πωρωμένην συνείδησίν μας καί ἐνεργοποιεῖται ἡ προαίρεσίς μας διά ἕναν ἀγῶνα εἰλικρινοῦς μετανοίας. Ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ὁ ἀσφαλής δρόμος, πού μᾶς ἐνδυναμώνει, μᾶς φωτίζει, μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Δι’ αὐτό καί οἱ Ἅγιοί μας τόσον ἔντονα ἐζητοῦσαν ἀπό τόν Θεόν: «Δώρησαί μοι μετάνοιαν ὁλόκληρον».
Μετάνοια ἀληθινή σημαίνει, ὄχι ἁπλᾶ ἀπομάκρυνσιν τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά μῖσος τῆς ἁμαρτίας καί ἀγάπη τῶν ἐνθέων ἀρετῶν. Ἡ μετάνοια, κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν, δέν ἐξαντλεῖται εἰς τό μῖσος τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά καί εἰς τήν ἀγάπην τῆς ἀρετῆς. Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος νά τό καταφέρῃ. Ἔτσι, συνδράμει οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος. Ὅσον ἀγαπᾶμε τόν Χριστόν, τόσον βοηθούμεθα νά μισοῦμε τήν ἁμαρτίαν. Ἡ σύνδεσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστόν δημιουργεῖ προσωπικήν ἀναγέννησιν, στολισμόν τῆς ψυχῆς ἀπό τήν ὑψοποιόν ταπείνωσιν καί ἀπαλλαγήν ἀπό τήν ρίζαν τοῦ κακοῦ καί τήν ἑωσφορικήν ὑπερηφάνειαν.
Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος πιστεύει, ἀγαπᾶ καί ἐλπίζει. Ἡ μετάνοια εἶναι βασική καί μεγάλη ἀρετή, ἐπάνω εἰς τήν ὁποίαν οἰκοδομεῖται ἡ πνευματική ζωή τοῦ πιστοῦ. Μόνον ὁ μετανοημένος ἠμπορεῖ νά ἐπικοινωνῇ μέ τόν Θεόν. Πρόκειται γιά μεγάλο δῶρον τοῦ Θεοῦ εἰς τόν ἄνθρωπον. Εἶναι μία τρανή ἀκόμη ἀπόδειξις τῆς ἄφατης καί φιλόστοργης φιλανθρωπίας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ Πατέρα καί Πλάστη. Δέν ἀπομένει ἄλλο ἀπό τό νά ἀποδεχθῇ αὐτοβούλως ὁ ἄνθρωπος τήν πρόκλησιν καί πρόσκλησιν πρός ἀπόλαυσιν τῶν πολλῶν ἀγαθῶν τῆς μετανοίας. Ἡ ἀντίδρασις, ἡ ἀντίθεσις καί ἡ ἀπόδρασις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό εὐγενές αὐτό προσκλητήριον τόν καταταλαιπωρεῖ καί τόν καταστρέφει.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἡ μόνη ὁδός τῆς κατά Χάριν θεώσεως τῶν μετανοούντων. Ἡ πορεία τῆς ἀνορθώσεως διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν δουλείαν τῶν παθῶν καί τῆς ἀσκήσεως διά τήν ἐργασίαν τῶν θείων ἐντολῶν, εἶναι πορεία τῶν ἁγίων καί θεουμένων ὑπάρξεων. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει τά ἑξῆς: «Ἐάν κάθε ἄνθρωπος δέν ἠμπορῇ νά φθάσῃ τούς Ἁγίους καί τά μεγάλα καί θαυμαστά ἐπιτεύγματα πού χαρακτηρίζουν τήν ζωήν των καί εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀμίμητα, ἠμπορεῖ ὅμως καί πρέπει νά τούς ὁμοιάσῃ καί νά τούς ἀκολουθήσῃ εἰς τήν πορείαν τῆς ζωῆς των πρός τήν μετάνοιαν». Καθημερινά «πολλά πταίομεν ἄκοντες» καί μοναδική ἐλπίδα σωτηρίας δι᾽ ὅλους μας παραμένει ἡ ἀνάνηψις καί ἡ βίωσις τῆς «διηνεκοῦς μετανοίας», κατά τόν Ἅγιον Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν(7).
Ἐπίσης, δέν πρέπει ποτέ νά κρίνωμε, οὔτε νά περιφρονοῦμε κανέναν. Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Ἄν βλέπῃς τόν ἀδελφόν σου εἰς τόν δρόμον τῆς ἁμαρτίας, ρίψε εἰς τούς ὤμους του τόν μανδύαν τῆς ἀγάπης σου».
Εἰς τά σπλάχνα οἰκτιρμῶν πού ζητοῦμε ἀπό τόν Θεόν διά τά ἰδικά μας ἁμαρτήματα, ὀφείλομε νά καταθέσωμε καί τήν ἰδικήν μας εὐσπλαχνίαν πρός τούς συνανθρώπους μας. Καί ἄς μήν λησμονοῦμε, ὅτι εἴμεθα ὅλοι ἁμαρτωλοί καί φέρομε μέσα μας τήν ἀνθρωπίνην πεπτωκυῖαν φύσιν μας, τήν πεσμένην φύσιν μας. Εἰς τό σφάλμα πού ἔπεσε σήμερα κάποιος, αὔριο μπορεῖ νά πέσωμε ἐμεῖς. Νά ἀγαπᾶμε τόν ἁμαρτωλόν καί νά μισοῦμε μόνον τήν ἁμαρτίαν, ὅπως λέγει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ συγχωρητικότης εἶναι χαρακτηριστικόν τῶν ἀληθινά μετανοημένων ἀνθρώπων.
Τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπῃ πάντα νά εἶναι »περί μετανοίας». Αὐτό ἦταν τό κήρυγμα ὅλων τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἕως καί τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Αὐτό ἦταν καί τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, λέγει χαρακτηριστικά πώς ἡ ἀληθινή μετάνοια εἶναι ἀρχή, μέση καί τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλοι, μά ὅλοι, ἔχομε ἀνάγκην μετανοίας, διότι »οὐδείς ἀναμάρτητος».
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος: «Ἡ μετάνοια δέν τελειώνει ποτέ. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἀπό ὅλες τίς ἀρετές καί τό ἔργον της δέν ἠμπορεῖ νά τελειώσῃ, παρά μόνον τήν ὥραν τοῦ θανάτου. Δι᾽ αὐτό ἡ μετάνοια χρειάζεται πάντοτε εἰς ὅλους καί δέν ὑπάρχει κανένας ὅρος τελειώσεως τῆς μετανοίας. Διότι καί αὐτῶν τῶν τελείων ἀνθρώπων ἡ τελειότης εἶναι ἀτελής. Δι᾽ αὐτό καί ἡ μετάνοια δέν περιορίζεται σέ ὡρισμένους καιρούς, οὔτε σέ ὡρισμένες πράξεις, ἀλλά συνεχίζεται ἕως τήν ὥρα τοῦ θανάτου».
Ἡ μετάνοια εἶναι κατάστασις ἐμπόλεμος, ἕνας πόλεμος διαρκής καί ἀκατάπαυστος κατά τῶν τριῶν ἐχθρῶν μας, τοῦ ἑαυτοῦ μας, τοῦ Διαβόλου καί τοῦ κόσμου. Ὁ μεγαλύτερος ὅμως ἐχθρός εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παλεύῃ μέ τόν ἴδιον τόν ἑαυτόν του, δηλαδή μέ τά πάθη του. Ὅποιος ἐνίκησε τόν ἑαυτόν του, δέν ἔχει νά φοβᾶται κανέναν ἀντίπαλον. Εἶπε Γέρων: «Εἰς ὅλην μου τήν ζωήν ἐπάλαιψα μέ τόν ἑαυτόν μου, διά νά σώσω τόν ἑαυτόν μου ἀπό τόν ἑαυτόν μου».
Ἡ μετάνοια εἶναι διαρκής. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Καί ἄν χίλια χρόνια ζήσωμε στήν γῆ, ποτέ δέν θά μπορέσωμε τέλεια νά κατανοήσωμε τήν μετάνοια, ἀλλά ὀφείλομε καθημερινά νά βάζωμε ἀρχήν εἰς αὐτήν καί νά ἀγωνιζώμεθα».
Ἂς μετανοοῦμε λοιπόν συνεχῶς.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Τόμος Β´, Κεφάλαια Διάφορα Θεολογικά τε καί Οἰκονομικά, Ἑκαντοντάς Α´, μβ´.
2. Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σσ. 287, 289.
3. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 287.
4. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 297
5. Χρυσοστόμου, μνημ. ἔργ., σσ. 309, 311
6. Ε.Π.Ε. Ἔργα Χρυσοστόμου, τόμ. 30, σ. 241.
7. Ὁμιλία 28, PG. 151.361C.

ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

«Έχει ο Θεός»: Η παγίδα του Διαβόλου

Ὑπάρχει μία σημαντική μερίς ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νά ζοῦν μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν αἰσιοδοξίας καί ὑπεραισιοδοξίας δίχως βεβαίως νά στηρίζουν τήν νοοτροπίαν των αὐτήν εἰς ὀρθήν μετάνοιαν καί ἀντικειμενικήν βάσιν.
Βεβαίως, ὅπως ὅλοι γνωρίζωμε καί παραδεχώμεθα, ἡ αἰσιοδοξία εἰς τήν σωστήν της μορφήν ἀποτελεῖ ἀρετήν καί εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχῃ εἰς τόν ἄνθρωπον. Ἀλλοίμονον δέ, ἐάν ἡ αἰσιοδοξία χαθῇ ἀπό τήν ζωήν μας. Ἄλλωστε, ἕνας πιστός εἰς τόν Χριστόν ἄνθρωπος, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀπαισιόδοξος καί νά τόν κατακλύζουν μαῦρα σύννεφα, ζοφερές σκέψεις, ἀλλά καί φόβοι, πού σχεδόν ποτέ δέν θά ἀντιμετωπίσῃ. Ἄλλο εἶναι ὅμως αὐτό καί ἐντελῶς διαφορετικό εἶναι τό νά ζῇ κανείς εἰς τά νέφη καί νά πιστεύῃ ὅτι ὅλα τά θέματα τῆς ζοφερῆς πραγματικότητος, ἀπό μόνα των, δίχως ἀγῶνα καί μάλιστα δίχως Θεόν, θά ἔχουν αἴσιον πέρας καί θά καταλήξουν καλά, ὅπως ὁ ἴδιος νομίζει τό «πέρας» καί θεωρεῖ τό «καλόν». Αὐτήν δυστυχῶς τήν νοοτροπίαν τήν εὑρίσκει κανείς εἰς ὅλους τούς χώρους καί τήν συναντᾷ εἰς ὅλα τά ἐπίπεδα.
Ἄς ξεκινήσωμε ἀπό τόν χῶρον τῆς Ἑκκλησίας καί εἰς τήν συνέχειαν θά συναντήσωμε ἐμπρός μας αὐτήν τήν στάσιν ζωῆς καί εἰς ἄλλους τομεῖς. Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν, χωρίς βεβαίως ἀπόλυτα στεγανά, περιλαμβάνονται ὅσοι πιστοί ἔχουν παύσει νά ἀγωνίζωνται τόν ἱερόν ἀγῶνα τῆς Πίστεως μέ τίς προδιαγραφές τῶν Ἁγίων καί κρατοῦν τήν πίστιν ἁπλῶς ἐγκεφαλικά. Γνωρίζουν βεβαίως ἀρκετά ἐκ τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν γνῶσιν σελίδων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, διαθέτουν κατά τόν Ἀπόστολον «μόρφωσιν εὐσεβείας» (Β´ Τιμόθ. γ´, 5), ἐπί τῆς οὐσίας ὅμως ἀρνοῦνται τήν δύναμιν τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τήν ὁποίαν ὀφείλονται ὁ δυναμισμός καί ὁ ἀγώνας εἰς θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὀρθοπραξίας.
Ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζωμε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις δέν εἶναι οὔτε ἰδεολογία, οὔτε φιλοσοφία, οὔτε βεβαίως ἕνα ἁπλό συναίσθημα. Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καλύπτει ὁλόκληρον τήν ὕπαρξιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί καταρτίζει τόν πιστόν διά πολυμετώπους ἀγῶνας καί διά θυσίας. Δι᾽ ἀγῶνας καί διά θυσίας, πού ξεκινοῦν ἀπό τήν πάλην μέ τήν ἰδίαν τήν καρδίαν τοῦ πιστοῦ καί φθάνουν ἕως αὐτούς τούς Ἐκκλησιαστικούς ἀγῶνας. Ἐμπρός ὅμως εἰς τόν ὁλοκληρωτικόν ἀγῶνα τῆς πνευματικῆς καθάρσεως καί τῆς ἰσορροπημένης καί εὐλογημένης ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας, πού ἐκφράζεται διά τῶν λόγων καί διά τῶν ἔργων τῶν πιστῶν, ἐμπρός εἰς αὐτόν τόν κόπον καί τάς θυσίας, ὁ μή συνειδητοποιημένος Χριστιανός προτιμᾶ τήν «κάλυψιν», τήν »ἀπόκρυψιν» καί τήν «παραλλαγήν». Ἔτσι, τόν λόγον λαμβάνουν τά «προπετάσματα καπνοῦ», πού μεταφράζονται ἐπί τῆς θεωρίας καί κυρίως τῆς «πράξεως», ὡς «ἔχει ὁ Θεός», «ἐμεῖς εἶναι ἀδύνατον νά κάνωμε κάτι», «θά μιλήσῃ ὁ Θεός» καί ἐπίσης τό ἐντελῶς ἐξοργιστικόν «οἱ ἐποχές εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιες καί αὐτά συνέβαιναν πάντοτε», κλπ.
Τό νά ἀκούωνται τά λόγια αὐτά ἀπό τούς ἀγωνιζομένους πιστούς, ἀφοῦ πρῶτα ἔχουν κάμει «ὅ,τι περνᾶ ἀπό τό χέρι των», δηλαδή τό καθῆκον των, αὐτό ἀποτελεῖ ὄντως ἀπαύγασμα Πίστεως ζωντανῆς καί ἐπιφέρει εἰρήνην καί ἀνάπαυσιν εἰς τήν καρδίαν, συμφώνως πρός τό «ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τό θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. Ἀπ. κα´, 14). Ἀλλά τό νά ἀκούωνται οἱ παραπάνω φράσεις ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι παντελῶς ἄγευστοι ἀγώνων πρός προσωπικήν πνευματικήν κάθαρσιν, πρός διόρθωσιν κοινωνικήν καί ἐλευθερίαν ἐκκλησιαστικήν, τοῦτο ὄχι μόνον προξενεῖ σκάνδαλον καί ἀθυμίαν εἰς τούς πιστούς, ἀλλά φανερώνει ἀσυνέπειαν χριστιανικῆς ζωῆς, δειλίαν, καιροσκοπισμόν καί εἰς κάποιες τῶν περιπτώσεων, ἀποκαλύπτει τακτικήν »Δουρείου Ἵππου».
Ὅπως γίνεται κατανοητόν, πρόκειται περί τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταστήσει τούς ἑαυτούς των καί μαζί των ὅσους τούς ἀκολουθοῦν, ἐντελῶς ἀνικάνους εἰς τό νά ἐκφέρουν φωνήν ἔστω καί ἁπλῆς διαμαρτυρίας. Ποῦ νά κάμῃ κανείς εἰς αὐτούς λόγον περί θεμάτων Πίστεως καί ζωῆς πού ἀπαιτοῦν θυσίας; Εἰς τήν σκέψιν ὅτι ἐνδεχομένως καί διά τῆς ἐλαχίστης διαμαρτυρίας, ὄχι θά χαθῇ, ἀλλά ἁπλῶς θά σεισθῇ ὁ θῶκος των, τρέμουν ὡς «κάλαμοι ὑπό ἀνέμων σαλευόμενοι». Ἀντί δέ νά ἐπαναστατήσουν κατά τοῦ κακοῦ καί ἐναντίον ὅσων ἐκ πεποιθήσεως καί συστηματικῶς ἐργάζονται εἰς αὐτό, θυμώνουν, ἐξοργίζονται καί προσπαθοῦν νά ταπεινώσουν ὅσους ἔχουν καί δείχνουν διάθεσιν ἡρωϊκήν καί χριστιανικήν. Καί αὐτά μέν δι᾽ ὅσους κατέχουν κάποιαν θέσιν καί ἀποδεικνύονται «καρεκλοκένταυροι», εἴτε εἰς τόν πολιτικόν, εἴτε εἰς κάποιον ἄλλον, εἴτε κυρίως εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν τομέα.
Διά δέ τούς ἁπλούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πνιγεῖ ἀπό τήν μούχλαν τοῦ φόβου καί ἔχουν βραχυκυκλωθῆ ἕνεκεν ἀρρωστημένης πνευματικότητος, ὅταν ἡ Πίστις εἶναι τό κινδυνευόμενον, αὐτοί τί κάμνουν; Συγχύζονται, τά χάνουν καί κλονίζονται «ὡς φύλλα ἐξ ἀμπέλου καί ὡς πίπτει φύλλα ἀπό συκῆς» (Ἡσ. λδ´, 4). Δηλαδή, ὅπως πίπτουν τά μαραμένα φύλλα ἀπό τήν ἄμπελον καί ὅπως πίπτουν τά φύλλα ἀπό τήν συκήν. Παρουσιάζουν θέαμα ἀξιοθρήνητον εἰς τήν σκέψιν καί μόνον, ὅτι ἴσως χρειασθῇ νά θέσουν τήν ὑπογραφήν των κάτωθεν ἑνός ἁπλοῦ κειμένου διαμαρτυρίας. Βαυκαλίζουν ἑαυτούς καί ἀλλήλους, ὅτι εἶναι δῆθεν «πραεῖς καί ἡσύχιοι» καί ὅτι δέν χάνουν τήν εἰρηνικήν των διάθεσιν, ἀφοῦ «ἔχει ὁ Θεός». Μάλιστα, ὑπάρχουν καί ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τόν ἐπιβεβλημένον ἔλεγχον ὡς κατηγορίαν, κατάκρισιν, κλπ. Ὅταν ὅμως κάποιος τολμήσῃ νά θίξῃ τήν προβοσκίδα τοῦ ἐγωϊσμοῦ των, τότε ἀστραπιαίως ἐξαφανίζονται καί οἱ πραότητες καί οἱ κροῦστες τῆς ἀταραξίας καί ἐν τῷ ἅμα μεταβάλλονται ὡς «ταῦροι ἐν ὑαλοπωλείῳ». Ὅταν θίγεται ὁ ἐγωϊσμός των καί ἰδίως τό οἰκονομικόν των συμφέρον, ἐκεῖ βεβαίως «δέν ἔχει λόγον ὁ Θεός». Ἐκεῖ ἠχοῦν οἱ σάλπιγγες πρός «κατά μέτωπον ἐπίθεσιν». Ἀλλά καί μόνον ἡ στάσις των αὐτή ξεσκεπάζει καί ἀποκαλύπτει τό ρηχόν τῆς πνευματικότητός των, τήν εὐσεβιστικήν ἐπικάλυψιν τῆς ἀκατεργάστου ψυχῆς των καί τό ἀλλοπρόσαλλον τῆς συμπεριφορᾶς των. Δυστυχῶς, θά πρέπῃ νά παραδεχθοῦμε εἰς τό σημεῖον αὐτό, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ συμπεριφορά ἔχει κάμει μέγα κακόν εἰς τόν Ὀρθόδοξον χριστιανικόν κόσμον καί ἔχει παγιώσει «σταλακτῖτες καί σταλαγμῖτες», πού δυσκόλως καθαρίζονται ἀπό τήν «ἐκκλησιαστικοευσεβιστικήν» νοοτροπίαν.
Αὐτό τό «ἔχει ὁ Θεός», ἐνῷ εἶναι ἔκφρασις πίστεως ἀγωνιστικῆς καί ἀπαύγασμα ἀμεταθέτου ἐλπίδος, κατώρθωσε ὁ Διάβολος, διά τῶν ἀφελῶν καί δειλῶν πιστῶν, νά τό σερβίρῃ ὡς παγίδα καί νά τό περάσῃ ὡς τρόπον ζωῆς, μετατρέποντάς το εἰς πυροσβεστῆρα κατά τοῦ ἁγνοῦ ζήλου καί τῆς λογικῆς.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν νόθον καί πνευματικῶς μετηλλαγμένην νοοτροπίαν ἐκφράζει ὁ δυναμικός Προφητικός λόγος τοῦ Ἀμώς. Ὁ Προφήτης Ἀμώς ἀντιμετώπισε αὐτήν τήν νόθον κατάστασιν, αὐτό τό κλῖμα τοῦ ψεύδους, ἀφοῦ ἔζησεν εἰς ἐποχήν φοβεράν καί δύσκολην διά τό Βασίλειον τοῦ ᾽Ισραήλ. Πλήν τῶν ἄλλων δεινῶν, τό ἔθνος του εἶχε διαιρεθῆ εἰς δύο Βασίλεια. Εἰς τό Βασίλειον τοῦ Νότου, τοῦ Ἰούδα, μέ πρωτεύουσαν τά Ἱεροσόλυμα, καί εἰς αὐτό τοῦ Βορρᾶ, τοῦ Ἰσραήλ, μέ πρωτεύουσαν τήν Σαμάρειαν. Βασιλεύς τοῦ Ἰούδα ἦτο ὁ Ὀζίας καί τοῦ Ἰσραήλ ὁ Ἱεροβοάμ Β´ (794-754 π.Χ.).
Τήν ἐποχήν ἐκείνην συνέβαιναν φοβερές ἀδικίες καί ἀνομολόγητα αἴσχη. Ἠ ἀσέβεια καί τό κακόν εἶχαν φθάσει εἰς τό ἀποκορύφωμα. Ὁ λαός μιμούμενος τούς κακούς του ἄρχοντας καί τούς μεγιστάνας, ἀντέγραφε τήν συμπεριφοράν των αὐτήν, ἡ ὁποία κατατάσσει τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπον, εἰς τό ζωϊκόν βασίλειον… Οἱ δέ καθ᾽ ὕλην ἁρμόδιοι, ἀντί νά ἐλέγξουν τήν ὅλην κατάστασιν καί νά ἐπαναφέρουν τό σκάφος τῆς κοινωνίας εἰς τήν σωστήν του πλεῦσιν, νά κηρύξουν δηλαδή μετάνοιαν καί νά ἐλέγξουν τό κακόν καί τήν ἀνομίαν, ἀπελάμβαναν τήν ἡσυχίαν των μέ ὅλα βεβαίως τά προνόμια πού προέβλεπε ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως.
Ποῦ φωνή διαμαρτυρίας; Ποῦ κήρυγμα ἀφυπνιστικόν; Ποῦ ἔλεγχος ἐπιβεβλημένος καί λόγος ἐποικοδομητικός; Ὅλοι ἀπελάμβαναν τήν ἡσυχίαν των. Μίαν ἡσυχίαν ὅμως παράδοξον, ὡσάν τήν ἡσυχίαν πού ἐπικρατεῖ πρίν ξεσπάσῃ τό ἠφαίστειον καί ἡ πυρίνη λάβα του κατακαύσῃ τά πάντα. Ἔτσι τώρα καί εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν, ἡ λιποψυχία, ἡ ἀναισθησία, ἡ ἀδιαφορία, κλπ., ἦσαν ὁ προάγγελος τῆς ὀργῆς πού θά ἤρχετο. Δέν θά ἔμενε τίποτε ὄρθιον. Ἀλλοίμονον εἰς ὅσους ἐνεργοῦν παρανόμως καί εἰς ὅσους ἀναισθήτως καί παχυδερμικῶς ἀνέχονται τήν κακίαν, τό ἄδικον καί τήν παρανομίαν, ἔστω καί ἄν οἱ ἴδιοι «ἀπέχουν» ἀπό τά τεκταινόμενα.
Μέσα λοιπόν εἰς τό κλῖμα αὐτό τῆς ψευδοῦς ἀταραξίας, τῆς πνευματικῆς καί κοινωνικῆς ἀρτηριοσκληρύνσεως, ξεσπᾷ ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ ὁ Προφητικός κεραυνός. Τάδε λέγει Κύριος: «Ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ». Πολλές θά εἶναι οἱ τιμωρίες. Θά ἔρχωνται ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, θά ἔρχωνται ἐπάνω μας. Διαρκῶς θά ἀκούωνται «οὐαί». «Λέων ἐρεύξεται, καί τίς οὐ φοβηθήσεται;» (Ἀμώς γ´, 8).
Ὁ Προφήτης Ἀμώς, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα σημαίνει «φορτίον» καί ὑπαινίσσεται μᾶλλον ὅτι ὁ λόγος του εἶχε βαρύτητα καί τό κήρυγμά του ἦτο «τό φορτίον τοῦ Κυρίου», κηρύσσει εἰς αὐτούς πού ἀμερίμνως καί μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς ραθυμίας ἀνέμεναν τήν «ἡμέραν Κυρίου». Τήν ἡμέραν δηλαδή κατά τήν ὁποίαν θά ἔλθῃ ὁ Κύριος αὐτεπαγγέλτως διά νά δώσῃ λύσεις εἰς τά προβλήματα πού οἱ ἴδιοι γίνονται αἰτία νά δημιουργοῦνται καί νά ἐπισωρεύωνται.
Οἱ Ἰσραηλῖται ἀνέμεναν τήν «ἡμέραν Κυρίου» ὡς ἡμέραν δόξης διά τό ἔθνος των καί ἐλαχταροῦσαν μέ μίαν ἰδιαιτέραν ὑπερηφάνειαν τό πότε αὐτή θά ἔλθῃ. Ὅπως δέ βλέπομε καί εἰς ἄλλας περιπτώσεις τοῦ περιουσίου λαοῦ, οἱ ψευδοπροφῆται ὑπεδαύλιζαν αὐτές τίς ἐθνικιστικές τάσεις καί δοξασίες, θωπεύοντας τόν ἀποστάτην λαόν καί προσφέροντας ταπεινήν ἐκδούλευσιν εἰς τούς πολιτικούς καί θρησκευτικούς ἄρχοντας (πάντοτε βεβαίως μέ τό ἀζημίωτον).
Ὅμως ὁ γνήσιος Προφήτης καί ἀκέραιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀμώς, θρυμματίζει αὐτήν τήν ψεύτικην ἐλπίδα καί διασαλπίζει εἰς τόν ἄνομον λαόν, ὅτι ἡ «ἡμέρα Κυρίου» δέν θά εἶναι ὅπως αὐτοί τήν νομίζουν, ἀλλά θά εἶναι ἡμέρα τιμωρίας, συμφορᾶς καί φρίκης διά τίς τόσες καί τόσες ἀνομίες καί ἁμαρτίες. Μέ μίαν πολύ ἔντονην καί δυνατήν εἰκόνα παρουσιάζει τήν κατάστασιν καί φανερώνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ξεφύγῃ κανείς ἀπό τήν τιμωρίαν πού ὁ ἴδιος, διά τῶν λόγων καί ἔργων του, παρασκευάζει διά τόν ἑαυτόν του. Ἀκόμη καί ἡ ἰδία ἡ οἰκία παύει νά ἀποτελῇ ἄσυλον καί ἀσφαλές καταφύγιον διά τόν οἰκοδεσπότην.
Λέγει ὁ Προφήτης: «Ἀλλοίμονον εἰς τούς θρασεῖς καί αὐθάδεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀντιλέγουν εἰς τάς προρρήσεις τῶν προφητῶν καί ζητοῦν καί ἐπιθυμοῦν νά ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Ἀλλά, τί νομίζετε ὅτι θά σημαίνῃ δι᾽ ἐσᾶς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Θά σημαίνῃ σκοτάδι καί ὄχι φῶς. Ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν καί φοβερῶν δεινῶν, τά ὁποῖα κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην θά ἔλθουν, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου θά εἶναι ἡμέρα χωρίς δυνατότητα σωτηρίας. Θά εἶσθε ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού μόλις ἐξέφυγε ἀπό τούς ὀδόντας τοῦ πεινασμένου λέοντος, ἔπεσε ἐπάνω εἰς τήν ἀρκούδα. Καί μόλις κατώρθωσε νά σωθῇ ἀπό τήν ἀρκούδα καί ἐπῆγε εἰς τήν οἰκίαν του, ἐνῷ ἀκουμβᾶ βιαστικά τό χέρι του εἰς τόν τοῖχον, φίδι φαρμακερόν ἐπετάχθηκε καί τόν ἐδάγκωσε. Δέν εἶναι λοιπόν σκοτάδι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου καί ὄχι φῶς; Σκοτάδι βαθύ, δίχως τήν ἐλαχίστην ἀκτῖνα φωτός, ἡ ἡμέρα αὐτή; Αὐτά τά φοβερά προφητεύει καί κηρύσσει ὁ Προφήτης Ἀμώς δι᾽ αὐτούς πού δέν ἀγωνίζονται ὅπως πρέπῃ καί περιμένουν τήν ἡμέραν Κυρίου» (Ἀμώς ε´, 18-20).
Τί νά προσθέσωμε τώρα; Ὅτι μελετῶντας κάποιος τόν ἀσυμβίβαστον μέ τήν ἀνομίαν Ἀμώς, ὁ ὁποῖος ἔδρασε ὀκτώ αἰῶνας πρό Χριστοῦ, αἰσθάνεται ὅτι ὁ Προφήτης ζεῖ εἰς τάς ἡμέρας μας καί κινεῖται ἀνάμεσά μας; Οἱ ἄνθρωποι, παρά τάς χρονικάς ἀποστάσεις τῶν αἰώνων καί τάς χιλιετίας πού χάνονται εἰς τά βάθη τοῦ πανδαμάτορος χρόνου, παραμένουν ἐπί τῆς οὐσίας οἱ ἴδιοι, ἰδίως εἰς τέτοια ζητήματα. Ἐάν ἀφαιρεθῇ ἀπό τόν ἄνθρωπον ἡ διάστασις τοῦ χρόνου, νομίζει κανείς πώς ὅλες οἱ γενεές κινοῦνται εἰς τό ἴδιον ἱστορικόν πλαίσιον εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον. Ἡ ἱστορία ἀντιγράφει καί σήμερον τάς σελίδας της, ὄχι ἁπλῶς δραματικῶς, ἀλλά τραγικῶς, ἀφοῦ ἀκόμη καί μεγάλο ποσοστόν ἐξ ὅσων ὁμολογοῦν ὅτι ἀποδέχονται τήν πίστιν εἰς τόν Χριστόν, δέν θέλουν νά παραδειγματίζωνται ἀπό τάς τραγικάς παραμέτρους τῆς κοινωνικῆς πορείας.
Τό ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ὅτι, παρά τά ἐξωτερικά σχήματα καί τά διάφορα «πνευματικά μορφώματα», δέν φαίνεται νά ὑπάρχῃ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν διάθεσις εἰς τό νά ἐπιτρέψουν εἰς τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ὁδόν τοῦ ἐξαγιασμοῦ. Δέν δέχονται τήν ἀνακαίνισιν τοῦ νοός, τήν κάθαρσιν τῆς καρδίας καί γενικῶς τήν πορείαν πρός τήν θέωσιν. Ἀπουσιάζει ἡ γνησία, ἡ ἔμπρακτος μετάνοια καί φυσικά τό θάρρος τῆς ὁμολογίας καί τό πνεῦμα τοῦ ἐλέγχου ὅλων τῶν κακῶς κειμένων, κάτι δηλαδή τό ὁποῖον εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖον διά τόν ἄνθρωπον καί τό κοινωνικόν σύνολον. Ἀλλά καί οἱ ἐξουσίες πού δι᾽ αὐτόν τόν σκοπόν ὑφίστανται καί βεβαίως αὐτή ἡ Ἑκκλησιαστική, ἡ ὁποία δέν εἶναι μία ἁπλῆ ἐξουσία ὅπως οἱ ἄλλες μέ τούς πυλῶνας των, πού συγκροτοῦν μίαν δῆθεν εὐνομουμένην εἰς τήν πραγματικότητα ὅμως μίαν ἀνάπηρον καί ἐξαθλιωμένην πολιτείαν, ἀδιαφοροῦν, σιωποῦν καί ἐθελοτυφλοῦν ἐμπρός εἰς τό πολύμορφον κακόν πού ὡς μολυσματική νόσος ἔχει ἁπλωθῆ παντοῦ. Ὄχι μόνον δέν ἐλέγχουν, δέν ἀντιδροῦν, δέν διαμαρτύρονται κατά τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀνομίας ἀλλά ἰσχύει τό »εἰσέλθετε κῦνες καί ἀλήθετε…».
Ἔτσι τό ἀποτέλεσμα εἶναι, εἴτε νά ὑπάρχῃ πλήρης ἀδιαφορία, εἴτε μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς ἀδρανείας πού μαστίζει τό σύνολον τῶν πιστῶν, «μοιρολατρικῶς» ὅλα νά ἀναμένωνται «ἄνωθεν». Ἄς προσέξωμε τά προφητικά κηρύγματα, ἀλλά καί τίς ἱστορικές ἐξελίξεις…
Ὑπάρχουν δυστυχῶς καί κάποιοι Πνευματικοί, πού θέτουν ἐπιτίμιον εἰς τήν ἀνησυχίαν τῶν πιστῶν, θεωροῦντες τόν ἐπιβεβλημένον ἔλεγχον, τήν διαμαρτυρίαν, τήν ὁμολογίαν… ὡς κατακρίσεις, κατηγορίες, κλπ.
Καί εἶναι ἀνάγκη νά προστεθῇ, ὅτι ἡ νοοτροπία αὐτή, ὅτι δηλαδή «ὅλα θά τά τακτοποιήσῃ ὁ Θεός» καί ἐμεῖς ἄς μήν κινοῦμε οὔτε τό δακτυλάκι μας, τελικῶς καταντᾷ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μέ ἀποτέλεσμα νά λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι καί τελικῶς τά πράγματα νά ἔρχωνται καί νά ἔλθουν ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι φαντάζονται οἱ «ἄκαπνοι» πιστοί καί μαζί των ὅσοι τό «εὐλογητός ὁ Κύριος» τό ἔχουν ἀναποσπάστως συνδεδεμένον μέ τό «καί πεπλουτήκαμεν» (Ζαχ. ια´, 5).
Ἐπίσης, σῆμα κατατεθέν τῶν καιρῶν ἀποτελεῖ τό ὅτι εἰς πολλούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, ἀντί νά κηρύσσεται πνεῦμα μετανοίας καί ὁμολογίας, καλλιεργοῦνται φροῦδες ἐλπίδες μέ ἀποτέλεσμα νά ἀλλοιώνεται αὐτή ἡ ἰδία ἡ οὐσία τῆς πίστεως εἰς πολλά καίρια σημεῖα της καί μάλιστα εἰς τό εὐαίσθητον κεφάλαιον τῆς ἐσχατολογίας μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται διά τήν πνευματικήν καί ὄχι μόνον ζωήν.
Ἔτσι λοιπόν φθάνει κανείς εἰς τάς ἡμέρας μας, ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῶν τῶν παραδόξων ἀντιλήψεων, νά ἀκούῃ ἐσχατολογικές ἀπόψεις πού παραπέμπουν ἀκόμη καί εἰς Χιλιαστικοῦ τύπου ἐσχατολογικές καί πεπλανημένες δοξασίες… Δέν χρειάζεται νά ψάξῃ κάποιος πολύ διά νά ἀνακαλύψῃ τέτοιες περιπτώσεις, πού ξεκινοῦν ἀπό δῆθεν προρρήσεις Γερόντων καί ἕωλες προφητεῖες πού ἐκτρέφουν ἀλλοπρόσαλλες «πνευματικές» καταστάσεις. Δυστυχῶς, ἕνας νόθος ἐνθουσιασμός μέ ἕνα ἐπίχρισμα «πνευματικότητος», ὁ ὁποῖος δέν ἑδράζεται εἰς τήν Πατερικήν Παράδοσιν, ὁδηγεῖ εἰς τήν ὀλισθηράν ὁδόν τῆς πλάνης μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μᾶς λέγει: «Ἀγαπητοί, μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον» (Α´ Ἰωάν. δ´, 1-2). Βεβαίως, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἰσχύει διά κάθε ἐποχήν, ἀλλά κυρίως διά τάς ἡμέρας μας, καθ᾽ ὅ,τι πολλοί ψευδοπροφῆται, πλανοερμηνευταί ἁγίων Γερόντων, κλπ., κυκλοφοροῦν καί μάλιστα ὡρισμένοι μέ τό κάλυμμα τῆς αὐθεντίας καί μέ τό ὄνομα τοῦ «Γέροντος». Ἑπομένως, ὁ κάθε ἕνας πού ὁμιλεῖ δέν εἶναι καί Προφήτης. Δηλαδή, δέν ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἄρα ὁ λόγος του δέν εἶναι ἀληθινός. Καί εἰς τό σημεῖον αὐτό, ἀνέκαθεν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ἰδιαιτέρως προσεκτικόν. Μέ τάς προϋποθέσεις τῆς γνησιότητος καί τοῦ φωτισμοῦ, θά πρέπῃ νά γίνεται ἀποδεκτός ὁ λόγος καί τό κήρυγμα, ὡς λόγος ἀληθείας.
Εἰς τήν ἐποχήν μας, ἡ ἁμαρτία ἔχει πιά κατακλύσει τά πάντα: Αἱμομεῖκτες, παιδεραστές, ὁμοφυλόφιλοι, πόρνοι, μοιχοί, ἐγκληματίες, δολοφόνοι, ἔμποροι ναρκωτικῶν… Ἐμπορία καί μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς», δηλαδή ἀπό ζῶντες, ἄπειρες φόνισσες μητέρες τῶν τέκνων των διά τῶν ἀμβλώσεων… Ἡ κοινωνία τῆς διαφθορᾶς καί τῆς παρανομίας. Ἄνθρωποι χωρίς πρότυπα καί ἰδανικά.
Τόν ἄνθρωπον, λέγει ὁ Ἀριστοτέλης, τόν ξεχωρίζουν ἀπό τό ζῶον, δύο πράγματα, «ὁ γέλως καί ἡ αἰδώς», δηλαδή τό γέλιον καί ἡ ἐντροπή. Τό ζῶον δέν γελάει ποτέ καί δέν ἐντρέπεται διά τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, πού δέν γελάει ποτέ, ρέπει πρός τήν ψυχοπάθειαν, ὅπως ἐπίσης καί αὐτοί πού γελοῦν χωρίς λόγον… Καί ἐκεῖνος πού δέν ἐντρέπεται διά τίποτε, ρέπει πρός τήν ἀποκτήνωσιν. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἔχομε καταντήσει μία κοινωνία πού ἀπαρτίζεται ἀπό ἀλλόκοτα μασκαρεμένα πρόσωπα καί σώματα ἀνθρώπων δίχως ἐντροπήν, μέ συμπεριφορές ψυχοπαθητικές, μέ δυσεύρετα τά ὑγιῆ χαμόγελα καί ἄν κάπου-κάπου κανείς ἀντικρύσῃ κάποιο χαμόγελο, θά εἶναι νευρικό ἤ δίχως αἰτία χαμόγελο-γέλιο, δηλαδή ἄρρωστο. Ἄπειροι ἄνθρωποι συνοφρυωμένοι, μελαγχολικοί, καταθλιπτικοί… Ἀκόμη καί ἀρκετά μικρά παιδάκια – τά καημένα δίχως ἁγνότητα – ἀγριεμένα, ἐνίοτε προχωρημένα πρίν τήν ὥραν των εἰς ὅλους τούς τομεῖς. Εἶναι τά ἄδικα πρώϊμα »χαϊβάνια»…
«Στρατεύματα κατοχῆς», ἐθνοκτονία, ἀφελληνισμός, ἀποδόμησις τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, οἰκογενειοκτονία, κοινωνική ἐξαθλίωσις, οἰκονομική ἐξαθλίωσις, καί ἀντί ὀφειλομένων ἀποζημιώσεων, ἐπιβάλλονται φόροι ἐπί φόρων… Τά ὄνειρα διά μίαν καλυτέραν ζωήν ἀπαγορεύονται αὐστηρῶς. Νόμοι ἀντιρατσιστικοί, ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων… Θεατές ἐσταυρωμένων, ἀποκεφαλισμένων κλπ. συνανθρώπων μας, Χριστιανῶν καί μή. Ἀθλιότης! Προώθησις λαθρομεταναστῶν καί δή τοῦ Ἰσλάμ εἰς τήν Ἑλλάδα.
Καί μέσα εἰς ὅλα αὐτά, κάποιοι ὀνειρεύονται τήν Πόλιν. Οἱ Τζιχαντιστές ὁραματίζονται τήν Δύσιν καί κάποιοι Ἕλληνες τήν… Πόλιν. Διδασκαλία τοῦ ἀντιχρίστου Ἰσλάμ μέσα εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, ἀνέγερσις τζαμιῶν, ναργιλέδες καί μύρια ἄλλα. Ὅλα αὐτά αὐξάνονται καί πληθύνονται καί κατακυριεύουν, ἐπειδή προστατεύονται, προωθοῦνται καί νομιμοποιοῦνται διά ἀνθελληνικῶν καί ἀντιχρίστων νόμων, ἄνευ διαματυρίας, ἐλέγχου, ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος…
Ὁ μεγάλος, ὁ πιό φοβερός ἐχθρός εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ παναίρεσις τῶν αἰώνων, τό σύνολο τῶν αἱρέσεων πού σκοπόν ἔχει νά ἀλλοιώσῃ καί τελικῶς νά ἐξαφανίσῃ τήν Ὀρθοδοξίαν. Ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἀποσκοπεῖ εἰς τήν πνευματικήν μας σταύρωσιν καί εἰς τόν πνευματικόν μας ἀποκεφαλισμόν, καί ὄχι μόνον. Πληγή δέ μεγάλη εἶναι ὁ Σιγονταρο-οικουμενισμός, δηλαδή τό »Ὀρθόδοξον Οἰκουμενιστικόν Χαλιφᾶτον», μέ τούς «Ὀρθοδόξους Τζιχαντιστάς», τοὐτέστιν τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστάς.
Καί τό ἀποκορύφωμα εἶναι ἡ ἄκρως ἐπικίνδυνη αἵρεσις καί πλάνη, ὁ Παπισμός. Ὁ Παπισμός πού ἐμμένει ἀμετανόητος εἰς τάς αἱρετικάς πλάνας του καί μέ «Βατικανίζουσαν» πολιτικήν καί διπλωματίαν προβάλλει καί χρησιμοποιεῖ ὡς »Δουρείους Ἵππους» τίς παγίδες πού εἶναι ὁ δῆθεν «θεολογικός διάλογος», ὁ διάλογος τῆς «ἀγάπης», ἡ οἰκουμενική κίνησις διά τήν «ἕνωσιν» τῶν «ἐκκλησιῶν», κλπ.
Καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀκούγεται ἡ ἐπωδός: » Ἔχει ὁ Θεός»!
Τό πνεῦμα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἤλεγχε ὁ Θεός διά τοῦ Προφήτου Ἀμώς, τό βλέπομε καί σήμερον ὁλονέν καί περισσότερον νά ἐξαπλοῦται. Εἴμεθα μία ἀδικαιολόγητη, ἀμετανόητη καί ἀναπολόγητη γενεά.
Καί ἐνῷ θά ἀνέμενε κανείς, ὕστερα ἀπό τίς αὐστηρές προφητεῖες τοῦ Ἀμώς, ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ νά μετανοήσῃ, δυστυχῶς παρέμενε ἀμετανόητος. Καί ὄχι μόνον παρέμεινε ἀμετανόητος, ἀλλά καί ἠθέλησε νά ἐπιβάλλῃ σιωπήν εἰς τόν Ἀμώς καί ἐκδίωξιν. Βλέπομε λοιπόν ὁ διασυρμός καί ἡ ἐκδίωξις νά εἶναι τό τίμημα ἐκείνων πού κηρύσσουν τήν ἀλήθειαν. Ἐκείνων πού γνωρίζουν, διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ, νά βλέπουν πέραν τῶν γεγονότων καί νά διαβάζουν κάτωθεν τῶν γραμμάτων. Ὁ Προφήτης ὅμως δέν ἐσιώπησεν. Συνέχισε νά κηρύττῃ τήν Ἀλήθειαν. Εἰς τό τέλος, ἐφονεύθη ἀπό τούς ἱερεῖς διά ροπάλου, ὑπογράφοντας τό κήρυγμα τῆς Ἀληθείας μέ τήν ἰδίαν του τήν ζωήν!
Ἡ ἀλήθεια θά πρέπῃ πάντοτε νά διακηρύσσεται. Ἡ δέ Χάρις ἐπικυρώνει τήν ἀλήθειαν, δικαιώνει τούς ἀγωνιστάς καί καταισχύνει τά φερέφωνα τῆς πλάνης καί τοῦ ψεύδους. Ἄς τό συνειδητοποιήσουν ὅλοι, ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β´ Τιμόθ. β´, 9).
Δόξα τῷ Θεῷ πού ὑπάρχουν ὀλίγες μέν, ἀλλά δυνατές φωνές ἀγωνιστῶν καί ὁμολογητῶν πατέρων, τόσον ἐκτός, ὅσον καί ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἐπίσης καί ὡρισμένων λαϊκῶν, θεολόγων, κλπ. Ἀλλά, πρέπει καί ἐπιβάλλεται ὅλοι μας, πρωτίστως ὁ κλῆρος, ἀλλά καί ὁ λαός, ἐν μετανοίᾳ, ἔστω καί τήν ὑστάτην στιγμήν, τώρα δηλαδή, νά ὑψώσωμε, φωνήν διαμαρτυρίας καί ὁμολογίας, πρωτίστως διά τήν Πίστιν μας. Διότι, ἄν εἴχαμε μετάνοιαν καί ἐκρατούσαμε τήν Πίστιν γερά, θά ἔστεκαν καί τά ὑπόλοιπα εἰς τήν σωστήν των βάσιν.
Ἐννοεῖται δέ, πώς ὁ ἀγών διαμαρτυρίας δι᾽ ὅλων τῶν ἐκφάνσεών του, πάντοτε θά πρέπῃ νά διεξάγεται καί νά ὁλοκληρώνεται ἐντός καί μόνον ἐντός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

ΧΡΙΣΤΟΥΦΑΝΤΟΣ

http://aktines.blogspot.gr

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

«Έχει ο Θεός»: Η παγίδα του Διαβόλου

Ὑπάρχει μία σημαντική μερίς ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀρέσκονται νά ζοῦν μέσα εἰς μίαν ἀτμόσφαιραν αἰσιοδοξίας καί ὑπεραισιοδοξίας δίχως βεβαίως νά στηρίζουν τήν νοοτροπίαν των αὐτήν εἰς ὀρθήν μετάνοιαν καί ἀντικειμενικήν βάσιν.
Βεβαίως, ὅπως ὅλοι γνωρίζωμε καί παραδεχώμεθα, ἡ αἰσιοδοξία εἰς τήν σωστήν της μορφήν ἀποτελεῖ ἀρετήν καί εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχῃ εἰς τόν ἄνθρωπον. Ἀλλοίμονον δέ, ἐάν ἡ αἰσιοδοξία χαθῇ ἀπό τήν ζωήν μας. Ἄλλωστε, ἕνας πιστός εἰς τόν Χριστόν ἄνθρωπος, δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ἀπαισιόδοξος καί νά τόν κατακλύζουν μαῦρα σύννεφα, ζοφερές σκέψεις, ἀλλά καί φόβοι, πού σχεδόν ποτέ δέν θά ἀντιμετωπίσῃ. Ἄλλο εἶναι ὅμως αὐτό καί ἐντελῶς διαφορετικό εἶναι τό νά ζῇ κανείς εἰς τά νέφη καί νά πιστεύῃ ὅτι ὅλα τά θέματα τῆς ζοφερῆς πραγματικότητος, ἀπό μόνα των, δίχως ἀγῶνα καί μάλιστα δίχως Θεόν, θά ἔχουν αἴσιον πέρας καί θά καταλήξουν καλά, ὅπως ὁ ἴδιος νομίζει τό «πέρας» καί θεωρεῖ τό «καλόν». Αὐτήν δυστυχῶς τήν νοοτροπίαν τήν εὑρίσκει κανείς εἰς ὅλους τούς χώρους καί τήν συναντᾷ εἰς ὅλα τά ἐπίπεδα.
Ἄς ξεκινήσωμε ἀπό τόν χῶρον τῆς Ἑκκλησίας καί εἰς τήν συνέχειαν θά συναντήσωμε ἐμπρός μας αὐτήν τήν στάσιν ζωῆς καί εἰς ἄλλους τομεῖς. Εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν, χωρίς βεβαίως ἀπόλυτα στεγανά, περιλαμβάνονται ὅσοι πιστοί ἔχουν παύσει νά ἀγωνίζωνται τόν ἱερόν ἀγῶνα τῆς Πίστεως μέ τίς προδιαγραφές τῶν Ἁγίων καί κρατοῦν τήν πίστιν ἁπλῶς ἐγκεφαλικά. Γνωρίζουν βεβαίως ἀρκετά ἐκ τῆς Δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν γνῶσιν σελίδων τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, διαθέτουν κατά τόν Ἀπόστολον «μόρφωσιν εὐσεβείας» (Β´ Τιμόθ. γ´, 5), ἐπί τῆς οὐσίας ὅμως ἀρνοῦνται τήν δύναμιν τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰς τήν ὁποίαν ὀφείλονται ὁ δυναμισμός καί ὁ ἀγώνας εἰς θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὀρθοπραξίας.
Ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά γνωρίζωμε, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις δέν εἶναι οὔτε ἰδεολογία, οὔτε φιλοσοφία, οὔτε βεβαίως ἕνα ἁπλό συναίσθημα. Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις καλύπτει ὁλόκληρον τήν ὕπαρξιν τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος καί καταρτίζει τόν πιστόν διά πολυμετώπους ἀγῶνας καί διά θυσίας. Δι᾽ ἀγῶνας καί διά θυσίας, πού ξεκινοῦν ἀπό τήν πάλην μέ τήν ἰδίαν τήν καρδίαν τοῦ πιστοῦ καί φθάνουν ἕως αὐτούς τούς Ἐκκλησιαστικούς ἀγῶνας. Ἐμπρός ὅμως εἰς τόν ὁλοκληρωτικόν ἀγῶνα τῆς πνευματικῆς καθάρσεως καί τῆς ἰσορροπημένης καί εὐλογημένης ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας καί μαρτυρίας, πού ἐκφράζεται διά τῶν λόγων καί διά τῶν ἔργων τῶν πιστῶν, ἐμπρός εἰς αὐτόν τόν κόπον καί τάς θυσίας, ὁ μή συνειδητοποιημένος Χριστιανός προτιμᾶ τήν «κάλυψιν», τήν »ἀπόκρυψιν» καί τήν «παραλλαγήν». Ἔτσι, τόν λόγον λαμβάνουν τά «προπετάσματα καπνοῦ», πού μεταφράζονται ἐπί τῆς θεωρίας καί κυρίως τῆς «πράξεως», ὡς «ἔχει ὁ Θεός», «ἐμεῖς εἶναι ἀδύνατον νά κάνωμε κάτι», «θά μιλήσῃ ὁ Θεός» καί ἐπίσης τό ἐντελῶς ἐξοργιστικόν «οἱ ἐποχές εἶναι πάντοτε οἱ ἴδιες καί αὐτά συνέβαιναν πάντοτε», κλπ.
Τό νά ἀκούωνται τά λόγια αὐτά ἀπό τούς ἀγωνιζομένους πιστούς, ἀφοῦ πρῶτα ἔχουν κάμει «ὅ,τι περνᾶ ἀπό τό χέρι των», δηλαδή τό καθῆκον των, αὐτό ἀποτελεῖ ὄντως ἀπαύγασμα Πίστεως ζωντανῆς καί ἐπιφέρει εἰρήνην καί ἀνάπαυσιν εἰς τήν καρδίαν, συμφώνως πρός τό «ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· τό θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω» (Πράξ. Ἀπ. κα´, 14). Ἀλλά τό νά ἀκούωνται οἱ παραπάνω φράσεις ἀπό ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι εἶναι παντελῶς ἄγευστοι ἀγώνων πρός προσωπικήν πνευματικήν κάθαρσιν, πρός διόρθωσιν κοινωνικήν καί ἐλευθερίαν ἐκκλησιαστικήν, τοῦτο ὄχι μόνον προξενεῖ σκάνδαλον καί ἀθυμίαν εἰς τούς πιστούς, ἀλλά φανερώνει ἀσυνέπειαν χριστιανικῆς ζωῆς, δειλίαν, καιροσκοπισμόν καί εἰς κάποιες τῶν περιπτώσεων, ἀποκαλύπτει τακτικήν »Δουρείου Ἵππου».
Ὅπως γίνεται κατανοητόν, πρόκειται περί τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταστήσει τούς ἑαυτούς των καί μαζί των ὅσους τούς ἀκολουθοῦν, ἐντελῶς ἀνικάνους εἰς τό νά ἐκφέρουν φωνήν ἔστω καί ἁπλῆς διαμαρτυρίας. Ποῦ νά κάμῃ κανείς εἰς αὐτούς λόγον περί θεμάτων Πίστεως καί ζωῆς πού ἀπαιτοῦν θυσίας; Εἰς τήν σκέψιν ὅτι ἐνδεχομένως καί διά τῆς ἐλαχίστης διαμαρτυρίας, ὄχι θά χαθῇ, ἀλλά ἁπλῶς θά σεισθῇ ὁ θῶκος των, τρέμουν ὡς «κάλαμοι ὑπό ἀνέμων σαλευόμενοι». Ἀντί δέ νά ἐπαναστατήσουν κατά τοῦ κακοῦ καί ἐναντίον ὅσων ἐκ πεποιθήσεως καί συστηματικῶς ἐργάζονται εἰς αὐτό, θυμώνουν, ἐξοργίζονται καί προσπαθοῦν νά ταπεινώσουν ὅσους ἔχουν καί δείχνουν διάθεσιν ἡρωϊκήν καί χριστιανικήν. Καί αὐτά μέν δι᾽ ὅσους κατέχουν κάποιαν θέσιν καί ἀποδεικνύονται «καρεκλοκένταυροι», εἴτε εἰς τόν πολιτικόν, εἴτε εἰς κάποιον ἄλλον, εἴτε κυρίως εἰς τόν ἐκκλησιαστικόν τομέα.
Διά δέ τούς ἁπλούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πνιγεῖ ἀπό τήν μούχλαν τοῦ φόβου καί ἔχουν βραχυκυκλωθῆ ἕνεκεν ἀρρωστημένης πνευματικότητος, ὅταν ἡ Πίστις εἶναι τό κινδυνευόμενον, αὐτοί τί κάμνουν; Συγχύζονται, τά χάνουν καί κλονίζονται «ὡς φύλλα ἐξ ἀμπέλου καί ὡς πίπτει φύλλα ἀπό συκῆς» (Ἡσ. λδ´, 4). Δηλαδή, ὅπως πίπτουν τά μαραμένα φύλλα ἀπό τήν ἄμπελον καί ὅπως πίπτουν τά φύλλα ἀπό τήν συκήν. Παρουσιάζουν θέαμα ἀξιοθρήνητον εἰς τήν σκέψιν καί μόνον, ὅτι ἴσως χρειασθῇ νά θέσουν τήν ὑπογραφήν των κάτωθεν ἑνός ἁπλοῦ κειμένου διαμαρτυρίας. Βαυκαλίζουν ἑαυτούς καί ἀλλήλους, ὅτι εἶναι δῆθεν «πραεῖς καί ἡσύχιοι» καί ὅτι δέν χάνουν τήν εἰρηνικήν των διάθεσιν, ἀφοῦ «ἔχει ὁ Θεός». Μάλιστα, ὑπάρχουν καί ὡρισμένοι, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τόν ἐπιβεβλημένον ἔλεγχον ὡς κατηγορίαν, κατάκρισιν, κλπ. Ὅταν ὅμως κάποιος τολμήσῃ νά θίξῃ τήν προβοσκίδα τοῦ ἐγωϊσμοῦ των, τότε ἀστραπιαίως ἐξαφανίζονται καί οἱ πραότητες καί οἱ κροῦστες τῆς ἀταραξίας καί ἐν τῷ ἅμα μεταβάλλονται ὡς «ταῦροι ἐν ὑαλοπωλείῳ». Ὅταν θίγεται ὁ ἐγωϊσμός των καί ἰδίως τό οἰκονομικόν των συμφέρον, ἐκεῖ βεβαίως «δέν ἔχει λόγον ὁ Θεός». Ἐκεῖ ἠχοῦν οἱ σάλπιγγες πρός «κατά μέτωπον ἐπίθεσιν». Ἀλλά καί μόνον ἡ στάσις των αὐτή ξεσκεπάζει καί ἀποκαλύπτει τό ρηχόν τῆς πνευματικότητός των, τήν εὐσεβιστικήν ἐπικάλυψιν τῆς ἀκατεργάστου ψυχῆς των καί τό ἀλλοπρόσαλλον τῆς συμπεριφορᾶς των. Δυστυχῶς, θά πρέπῃ νά παραδεχθοῦμε εἰς τό σημεῖον αὐτό, ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ συμπεριφορά ἔχει κάμει μέγα κακόν εἰς τόν Ὀρθόδοξον χριστιανικόν κόσμον καί ἔχει παγιώσει «σταλακτῖτες καί σταλαγμῖτες», πού δυσκόλως καθαρίζονται ἀπό τήν «ἐκκλησιαστικοευσεβιστικήν» νοοτροπίαν.
Αὐτό τό «ἔχει ὁ Θεός», ἐνῷ εἶναι ἔκφρασις πίστεως ἀγωνιστικῆς καί ἀπαύγασμα ἀμεταθέτου ἐλπίδος, κατώρθωσε ὁ Διάβολος, διά τῶν ἀφελῶν καί δειλῶν πιστῶν, νά τό σερβίρῃ ὡς παγίδα καί νά τό περάσῃ ὡς τρόπον ζωῆς, μετατρέποντάς το εἰς πυροσβεστῆρα κατά τοῦ ἁγνοῦ ζήλου καί τῆς λογικῆς.
Αὐτήν ἀκριβῶς τήν νόθον καί πνευματικῶς μετηλλαγμένην νοοτροπίαν ἐκφράζει ὁ δυναμικός Προφητικός λόγος τοῦ Ἀμώς. Ὁ Προφήτης Ἀμώς ἀντιμετώπισε αὐτήν τήν νόθον κατάστασιν, αὐτό τό κλῖμα τοῦ ψεύδους, ἀφοῦ ἔζησεν εἰς ἐποχήν φοβεράν καί δύσκολην διά τό Βασίλειον τοῦ ᾽Ισραήλ. Πλήν τῶν ἄλλων δεινῶν, τό ἔθνος του εἶχε διαιρεθῆ εἰς δύο Βασίλεια. Εἰς τό Βασίλειον τοῦ Νότου, τοῦ Ἰούδα, μέ πρωτεύουσαν τά Ἱεροσόλυμα, καί εἰς αὐτό τοῦ Βορρᾶ, τοῦ Ἰσραήλ, μέ πρωτεύουσαν τήν Σαμάρειαν. Βασιλεύς τοῦ Ἰούδα ἦτο ὁ Ὀζίας καί τοῦ Ἰσραήλ ὁ Ἱεροβοάμ Β´ (794-754 π.Χ.).
Τήν ἐποχήν ἐκείνην συνέβαιναν φοβερές ἀδικίες καί ἀνομολόγητα αἴσχη. Ἠ ἀσέβεια καί τό κακόν εἶχαν φθάσει εἰς τό ἀποκορύφωμα. Ὁ λαός μιμούμενος τούς κακούς του ἄρχοντας καί τούς μεγιστάνας, ἀντέγραφε τήν συμπεριφοράν των αὐτήν, ἡ ὁποία κατατάσσει τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπον, εἰς τό ζωϊκόν βασίλειον… Οἱ δέ καθ᾽ ὕλην ἁρμόδιοι, ἀντί νά ἐλέγξουν τήν ὅλην κατάστασιν καί νά ἐπαναφέρουν τό σκάφος τῆς κοινωνίας εἰς τήν σωστήν του πλεῦσιν, νά κηρύξουν δηλαδή μετάνοιαν καί νά ἐλέγξουν τό κακόν καί τήν ἀνομίαν, ἀπελάμβαναν τήν ἡσυχίαν των μέ ὅλα βεβαίως τά προνόμια πού προέβλεπε ὁ Νόμος τοῦ Μωϋσέως.
Ποῦ φωνή διαμαρτυρίας; Ποῦ κήρυγμα ἀφυπνιστικόν; Ποῦ ἔλεγχος ἐπιβεβλημένος καί λόγος ἐποικοδομητικός; Ὅλοι ἀπελάμβαναν τήν ἡσυχίαν των. Μίαν ἡσυχίαν ὅμως παράδοξον, ὡσάν τήν ἡσυχίαν πού ἐπικρατεῖ πρίν ξεσπάσῃ τό ἠφαίστειον καί ἡ πυρίνη λάβα του κατακαύσῃ τά πάντα. Ἔτσι τώρα καί εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν, ἡ λιποψυχία, ἡ ἀναισθησία, ἡ ἀδιαφορία, κλπ., ἦσαν ὁ προάγγελος τῆς ὀργῆς πού θά ἤρχετο. Δέν θά ἔμενε τίποτε ὄρθιον. Ἀλλοίμονον εἰς ὅσους ἐνεργοῦν παρανόμως καί εἰς ὅσους ἀναισθήτως καί παχυδερμικῶς ἀνέχονται τήν κακίαν, τό ἄδικον καί τήν παρανομίαν, ἔστω καί ἄν οἱ ἴδιοι «ἀπέχουν» ἀπό τά τεκταινόμενα.
Μέσα λοιπόν εἰς τό κλῖμα αὐτό τῆς ψευδοῦς ἀταραξίας, τῆς πνευματικῆς καί κοινωνικῆς ἀρτηριοσκληρύνσεως, ξεσπᾷ ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ ὁ Προφητικός κεραυνός. Τάδε λέγει Κύριος: «Ἔρχεται ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ». Πολλές θά εἶναι οἱ τιμωρίες. Θά ἔρχωνται ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, θά ἔρχωνται ἐπάνω μας. Διαρκῶς θά ἀκούωνται «οὐαί». «Λέων ἐρεύξεται, καί τίς οὐ φοβηθήσεται;» (Ἀμώς γ´, 8).
Ὁ Προφήτης Ἀμώς, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα σημαίνει «φορτίον» καί ὑπαινίσσεται μᾶλλον ὅτι ὁ λόγος του εἶχε βαρύτητα καί τό κήρυγμά του ἦτο «τό φορτίον τοῦ Κυρίου», κηρύσσει εἰς αὐτούς πού ἀμερίμνως καί μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς ραθυμίας ἀνέμεναν τήν «ἡμέραν Κυρίου». Τήν ἡμέραν δηλαδή κατά τήν ὁποίαν θά ἔλθῃ ὁ Κύριος αὐτεπαγγέλτως διά νά δώσῃ λύσεις εἰς τά προβλήματα πού οἱ ἴδιοι γίνονται αἰτία νά δημιουργοῦνται καί νά ἐπισωρεύωνται.
Οἱ Ἰσραηλῖται ἀνέμεναν τήν «ἡμέραν Κυρίου» ὡς ἡμέραν δόξης διά τό ἔθνος των καί ἐλαχταροῦσαν μέ μίαν ἰδιαιτέραν ὑπερηφάνειαν τό πότε αὐτή θά ἔλθῃ. Ὅπως δέ βλέπομε καί εἰς ἄλλας περιπτώσεις τοῦ περιουσίου λαοῦ, οἱ ψευδοπροφῆται ὑπεδαύλιζαν αὐτές τίς ἐθνικιστικές τάσεις καί δοξασίες, θωπεύοντας τόν ἀποστάτην λαόν καί προσφέροντας ταπεινήν ἐκδούλευσιν εἰς τούς πολιτικούς καί θρησκευτικούς ἄρχοντας (πάντοτε βεβαίως μέ τό ἀζημίωτον).
Ὅμως ὁ γνήσιος Προφήτης καί ἀκέραιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀμώς, θρυμματίζει αὐτήν τήν ψεύτικην ἐλπίδα καί διασαλπίζει εἰς τόν ἄνομον λαόν, ὅτι ἡ «ἡμέρα Κυρίου» δέν θά εἶναι ὅπως αὐτοί τήν νομίζουν, ἀλλά θά εἶναι ἡμέρα τιμωρίας, συμφορᾶς καί φρίκης διά τίς τόσες καί τόσες ἀνομίες καί ἁμαρτίες. Μέ μίαν πολύ ἔντονην καί δυνατήν εἰκόνα παρουσιάζει τήν κατάστασιν καί φανερώνει ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ξεφύγῃ κανείς ἀπό τήν τιμωρίαν πού ὁ ἴδιος, διά τῶν λόγων καί ἔργων του, παρασκευάζει διά τόν ἑαυτόν του. Ἀκόμη καί ἡ ἰδία ἡ οἰκία παύει νά ἀποτελῇ ἄσυλον καί ἀσφαλές καταφύγιον διά τόν οἰκοδεσπότην.
Λέγει ὁ Προφήτης: «Ἀλλοίμονον εἰς τούς θρασεῖς καί αὐθάδεις ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀντιλέγουν εἰς τάς προρρήσεις τῶν προφητῶν καί ζητοῦν καί ἐπιθυμοῦν νά ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Ἀλλά, τί νομίζετε ὅτι θά σημαίνῃ δι᾽ ἐσᾶς ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου! Θά σημαίνῃ σκοτάδι καί ὄχι φῶς. Ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν καί φοβερῶν δεινῶν, τά ὁποῖα κατά τήν ἡμέραν ἐκείνην θά ἔλθουν, ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου θά εἶναι ἡμέρα χωρίς δυνατότητα σωτηρίας. Θά εἶσθε ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού μόλις ἐξέφυγε ἀπό τούς ὀδόντας τοῦ πεινασμένου λέοντος, ἔπεσε ἐπάνω εἰς τήν ἀρκούδα. Καί μόλις κατώρθωσε νά σωθῇ ἀπό τήν ἀρκούδα καί ἐπῆγε εἰς τήν οἰκίαν του, ἐνῷ ἀκουμβᾶ βιαστικά τό χέρι του εἰς τόν τοῖχον, φίδι φαρμακερόν ἐπετάχθηκε καί τόν ἐδάγκωσε. Δέν εἶναι λοιπόν σκοτάδι ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου καί ὄχι φῶς; Σκοτάδι βαθύ, δίχως τήν ἐλαχίστην ἀκτῖνα φωτός, ἡ ἡμέρα αὐτή; Αὐτά τά φοβερά προφητεύει καί κηρύσσει ὁ Προφήτης Ἀμώς δι᾽ αὐτούς πού δέν ἀγωνίζονται ὅπως πρέπῃ καί περιμένουν τήν ἡμέραν Κυρίου» (Ἀμώς ε´, 18-20).
Τί νά προσθέσωμε τώρα; Ὅτι μελετῶντας κάποιος τόν ἀσυμβίβαστον μέ τήν ἀνομίαν Ἀμώς, ὁ ὁποῖος ἔδρασε ὀκτώ αἰῶνας πρό Χριστοῦ, αἰσθάνεται ὅτι ὁ Προφήτης ζεῖ εἰς τάς ἡμέρας μας καί κινεῖται ἀνάμεσά μας; Οἱ ἄνθρωποι, παρά τάς χρονικάς ἀποστάσεις τῶν αἰώνων καί τάς χιλιετίας πού χάνονται εἰς τά βάθη τοῦ πανδαμάτορος χρόνου, παραμένουν ἐπί τῆς οὐσίας οἱ ἴδιοι, ἰδίως εἰς τέτοια ζητήματα. Ἐάν ἀφαιρεθῇ ἀπό τόν ἄνθρωπον ἡ διάστασις τοῦ χρόνου, νομίζει κανείς πώς ὅλες οἱ γενεές κινοῦνται εἰς τό ἴδιον ἱστορικόν πλαίσιον εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον. Ἡ ἱστορία ἀντιγράφει καί σήμερον τάς σελίδας της, ὄχι ἁπλῶς δραματικῶς, ἀλλά τραγικῶς, ἀφοῦ ἀκόμη καί μεγάλο ποσοστόν ἐξ ὅσων ὁμολογοῦν ὅτι ἀποδέχονται τήν πίστιν εἰς τόν Χριστόν, δέν θέλουν νά παραδειγματίζωνται ἀπό τάς τραγικάς παραμέτρους τῆς κοινωνικῆς πορείας.
Τό ἀποτέλεσμα ὅλης αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ὅτι, παρά τά ἐξωτερικά σχήματα καί τά διάφορα «πνευματικά μορφώματα», δέν φαίνεται νά ὑπάρχῃ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν διάθεσις εἰς τό νά ἐπιτρέψουν εἰς τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ὁδόν τοῦ ἐξαγιασμοῦ. Δέν δέχονται τήν ἀνακαίνισιν τοῦ νοός, τήν κάθαρσιν τῆς καρδίας καί γενικῶς τήν πορείαν πρός τήν θέωσιν. Ἀπουσιάζει ἡ γνησία, ἡ ἔμπρακτος μετάνοια καί φυσικά τό θάρρος τῆς ὁμολογίας καί τό πνεῦμα τοῦ ἐλέγχου ὅλων τῶν κακῶς κειμένων, κάτι δηλαδή τό ὁποῖον εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖον διά τόν ἄνθρωπον καί τό κοινωνικόν σύνολον. Ἀλλά καί οἱ ἐξουσίες πού δι᾽ αὐτόν τόν σκοπόν ὑφίστανται καί βεβαίως αὐτή ἡ Ἑκκλησιαστική, ἡ ὁποία δέν εἶναι μία ἁπλῆ ἐξουσία ὅπως οἱ ἄλλες μέ τούς πυλῶνας των, πού συγκροτοῦν μίαν δῆθεν εὐνομουμένην εἰς τήν πραγματικότητα ὅμως μίαν ἀνάπηρον καί ἐξαθλιωμένην πολιτείαν, ἀδιαφοροῦν, σιωποῦν καί ἐθελοτυφλοῦν ἐμπρός εἰς τό πολύμορφον κακόν πού ὡς μολυσματική νόσος ἔχει ἁπλωθῆ παντοῦ. Ὄχι μόνον δέν ἐλέγχουν, δέν ἀντιδροῦν, δέν διαμαρτύρονται κατά τοῦ κακοῦ καί τῆς ἀνομίας ἀλλά ἰσχύει τό »εἰσέλθετε κῦνες καί ἀλήθετε…».
Ἔτσι τό ἀποτέλεσμα εἶναι, εἴτε νά ὑπάρχῃ πλήρης ἀδιαφορία, εἴτε μέσα εἰς τό πνεῦμα τῆς ἀδρανείας πού μαστίζει τό σύνολον τῶν πιστῶν, «μοιρολατρικῶς» ὅλα νά ἀναμένωνται «ἄνωθεν». Ἄς προσέξωμε τά προφητικά κηρύγματα, ἀλλά καί τίς ἱστορικές ἐξελίξεις…
Ὑπάρχουν δυστυχῶς καί κάποιοι Πνευματικοί, πού θέτουν ἐπιτίμιον εἰς τήν ἀνησυχίαν τῶν πιστῶν, θεωροῦντες τόν ἐπιβεβλημένον ἔλεγχον, τήν διαμαρτυρίαν, τήν ὁμολογίαν… ὡς κατακρίσεις, κατηγορίες, κλπ.
Καί εἶναι ἀνάγκη νά προστεθῇ, ὅτι ἡ νοοτροπία αὐτή, ὅτι δηλαδή «ὅλα θά τά τακτοποιήσῃ ὁ Θεός» καί ἐμεῖς ἄς μήν κινοῦμε οὔτε τό δακτυλάκι μας, τελικῶς καταντᾷ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μέ ἀποτέλεσμα νά λειτουργοῦν οἱ πνευματικοί νόμοι καί τελικῶς τά πράγματα νά ἔρχωνται καί νά ἔλθουν ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι φαντάζονται οἱ «ἄκαπνοι» πιστοί καί μαζί των ὅσοι τό «εὐλογητός ὁ Κύριος» τό ἔχουν ἀναποσπάστως συνδεδεμένον μέ τό «καί πεπλουτήκαμεν» (Ζαχ. ια´, 5).
Ἐπίσης, σῆμα κατατεθέν τῶν καιρῶν ἀποτελεῖ τό ὅτι εἰς πολλούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους, ἀντί νά κηρύσσεται πνεῦμα μετανοίας καί ὁμολογίας, καλλιεργοῦνται φροῦδες ἐλπίδες μέ ἀποτέλεσμα νά ἀλλοιώνεται αὐτή ἡ ἰδία ἡ οὐσία τῆς πίστεως εἰς πολλά καίρια σημεῖα της καί μάλιστα εἰς τό εὐαίσθητον κεφάλαιον τῆς ἐσχατολογίας μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται διά τήν πνευματικήν καί ὄχι μόνον ζωήν.
Ἔτσι λοιπόν φθάνει κανείς εἰς τάς ἡμέρας μας, ἀκριβῶς λόγῳ αὐτῶν τῶν παραδόξων ἀντιλήψεων, νά ἀκούῃ ἐσχατολογικές ἀπόψεις πού παραπέμπουν ἀκόμη καί εἰς Χιλιαστικοῦ τύπου ἐσχατολογικές καί πεπλανημένες δοξασίες… Δέν χρειάζεται νά ψάξῃ κάποιος πολύ διά νά ἀνακαλύψῃ τέτοιες περιπτώσεις, πού ξεκινοῦν ἀπό δῆθεν προρρήσεις Γερόντων καί ἕωλες προφητεῖες πού ἐκτρέφουν ἀλλοπρόσαλλες «πνευματικές» καταστάσεις. Δυστυχῶς, ἕνας νόθος ἐνθουσιασμός μέ ἕνα ἐπίχρισμα «πνευματικότητος», ὁ ὁποῖος δέν ἑδράζεται εἰς τήν Πατερικήν Παράδοσιν, ὁδηγεῖ εἰς τήν ὀλισθηράν ὁδόν τῆς πλάνης μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μᾶς λέγει: «Ἀγαπητοί, μή παντί πνεύματι πιστεύετε, ἀλλά δοκιμάζετε τά πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν, ὅτι πολλοί ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τόν κόσμον» (Α´ Ἰωάν. δ´, 1-2). Βεβαίως, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ἰσχύει διά κάθε ἐποχήν, ἀλλά κυρίως διά τάς ἡμέρας μας, καθ᾽ ὅ,τι πολλοί ψευδοπροφῆται, πλανοερμηνευταί ἁγίων Γερόντων, κλπ., κυκλοφοροῦν καί μάλιστα ὡρισμένοι μέ τό κάλυμμα τῆς αὐθεντίας καί μέ τό ὄνομα τοῦ «Γέροντος». Ἑπομένως, ὁ κάθε ἕνας πού ὁμιλεῖ δέν εἶναι καί Προφήτης. Δηλαδή, δέν ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἄρα ὁ λόγος του δέν εἶναι ἀληθινός. Καί εἰς τό σημεῖον αὐτό, ἀνέκαθεν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἦτο ἰδιαιτέρως προσεκτικόν. Μέ τάς προϋποθέσεις τῆς γνησιότητος καί τοῦ φωτισμοῦ, θά πρέπῃ νά γίνεται ἀποδεκτός ὁ λόγος καί τό κήρυγμα, ὡς λόγος ἀληθείας.
Εἰς τήν ἐποχήν μας, ἡ ἁμαρτία ἔχει πιά κατακλύσει τά πάντα: Αἱμομεῖκτες, παιδεραστές, ὁμοφυλόφιλοι, πόρνοι, μοιχοί, ἐγκληματίες, δολοφόνοι, ἔμποροι ναρκωτικῶν… Ἐμπορία καί μεταμοσχεύσεις ζωτικῶν ὀργάνων ἀπό «ἐγκεφαλικά νεκρούς», δηλαδή ἀπό ζῶντες, ἄπειρες φόνισσες μητέρες τῶν τέκνων των διά τῶν ἀμβλώσεων… Ἡ κοινωνία τῆς διαφθορᾶς καί τῆς παρανομίας. Ἄνθρωποι χωρίς πρότυπα καί ἰδανικά.
Τόν ἄνθρωπον, λέγει ὁ Ἀριστοτέλης, τόν ξεχωρίζουν ἀπό τό ζῶον, δύο πράγματα, «ὁ γέλως καί ἡ αἰδώς», δηλαδή τό γέλιον καί ἡ ἐντροπή. Τό ζῶον δέν γελάει ποτέ καί δέν ἐντρέπεται διά τίποτε. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, πού δέν γελάει ποτέ, ρέπει πρός τήν ψυχοπάθειαν, ὅπως ἐπίσης καί αὐτοί πού γελοῦν χωρίς λόγον… Καί ἐκεῖνος πού δέν ἐντρέπεται διά τίποτε, ρέπει πρός τήν ἀποκτήνωσιν. Ἔτσι καί ἐμεῖς ἔχομε καταντήσει μία κοινωνία πού ἀπαρτίζεται ἀπό ἀλλόκοτα μασκαρεμένα πρόσωπα καί σώματα ἀνθρώπων δίχως ἐντροπήν, μέ συμπεριφορές ψυχοπαθητικές, μέ δυσεύρετα τά ὑγιῆ χαμόγελα καί ἄν κάπου-κάπου κανείς ἀντικρύσῃ κάποιο χαμόγελο, θά εἶναι νευρικό ἤ δίχως αἰτία χαμόγελο-γέλιο, δηλαδή ἄρρωστο. Ἄπειροι ἄνθρωποι συνοφρυωμένοι, μελαγχολικοί, καταθλιπτικοί… Ἀκόμη καί ἀρκετά μικρά παιδάκια – τά καημένα δίχως ἁγνότητα – ἀγριεμένα, ἐνίοτε προχωρημένα πρίν τήν ὥραν των εἰς ὅλους τούς τομεῖς. Εἶναι τά ἄδικα πρώϊμα »χαϊβάνια»…
«Στρατεύματα κατοχῆς», ἐθνοκτονία, ἀφελληνισμός, ἀποδόμησις τῆς παιδείας, τῶν παραδόσεων, τῆς ἱστορίας, τῆς γλώσσης, οἰκογενειοκτονία, κοινωνική ἐξαθλίωσις, οἰκονομική ἐξαθλίωσις, καί ἀντί ὀφειλομένων ἀποζημιώσεων, ἐπιβάλλονται φόροι ἐπί φόρων… Τά ὄνειρα διά μίαν καλυτέραν ζωήν ἀπαγορεύονται αὐστηρῶς. Νόμοι ἀντιρατσιστικοί, ἕνεκεν δῆθεν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἐξαιρουμένων ὅμως τῶν ἑλληνορθοδόξων δικαιωμάτων… Θεατές ἐσταυρωμένων, ἀποκεφαλισμένων κλπ. συνανθρώπων μας, Χριστιανῶν καί μή. Ἀθλιότης! Προώθησις λαθρομεταναστῶν καί δή τοῦ Ἰσλάμ εἰς τήν Ἑλλάδα.
Καί μέσα εἰς ὅλα αὐτά, κάποιοι ὀνειρεύονται τήν Πόλιν. Οἱ Τζιχαντιστές ὁραματίζονται τήν Δύσιν καί κάποιοι Ἕλληνες τήν… Πόλιν. Διδασκαλία τοῦ ἀντιχρίστου Ἰσλάμ μέσα εἰς τά Ὀρθόδοξα θεολογικά σπουδαστήρια, ἀνέγερσις τζαμιῶν, ναργιλέδες καί μύρια ἄλλα. Ὅλα αὐτά αὐξάνονται καί πληθύνονται καί κατακυριεύουν, ἐπειδή προστατεύονται, προωθοῦνται καί νομιμοποιοῦνται διά ἀνθελληνικῶν καί ἀντιχρίστων νόμων, ἄνευ διαματυρίας, ἐλέγχου, ὑπερασπίσεως τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος…
Ὁ μεγάλος, ὁ πιό φοβερός ἐχθρός εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, ἡ παναίρεσις τῶν αἰώνων, τό σύνολο τῶν αἱρέσεων πού σκοπόν ἔχει νά ἀλλοιώσῃ καί τελικῶς νά ἐξαφανίσῃ τήν Ὀρθοδοξίαν. Ὁ Οἰκουμενισμός, ὁ ὁποῖος ἀποσκοπεῖ εἰς τήν πνευματικήν μας σταύρωσιν καί εἰς τόν πνευματικόν μας ἀποκεφαλισμόν, καί ὄχι μόνον. Πληγή δέ μεγάλη εἶναι ὁ Σιγονταρο-οικουμενισμός, δηλαδή τό »Ὀρθόδοξον Οἰκουμενιστικόν Χαλιφᾶτον», μέ τούς «Ὀρθοδόξους Τζιχαντιστάς», τοὐτέστιν τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστάς.
Καί τό ἀποκορύφωμα εἶναι ἡ ἄκρως ἐπικίνδυνη αἵρεσις καί πλάνη, ὁ Παπισμός. Ὁ Παπισμός πού ἐμμένει ἀμετανόητος εἰς τάς αἱρετικάς πλάνας του καί μέ «Βατικανίζουσαν» πολιτικήν καί διπλωματίαν προβάλλει καί χρησιμοποιεῖ ὡς »Δουρείους Ἵππους» τίς παγίδες πού εἶναι ὁ δῆθεν «θεολογικός διάλογος», ὁ διάλογος τῆς «ἀγάπης», ἡ οἰκουμενική κίνησις διά τήν «ἕνωσιν» τῶν «ἐκκλησιῶν», κλπ.
Καί μετά ἀπό ὅλα αὐτά, ἀκούγεται ἡ ἐπωδός: » Ἔχει ὁ Θεός»!
Τό πνεῦμα ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἤλεγχε ὁ Θεός διά τοῦ Προφήτου Ἀμώς, τό βλέπομε καί σήμερον ὁλονέν καί περισσότερον νά ἐξαπλοῦται. Εἴμεθα μία ἀδικαιολόγητη, ἀμετανόητη καί ἀναπολόγητη γενεά.
Καί ἐνῷ θά ἀνέμενε κανείς, ὕστερα ἀπό τίς αὐστηρές προφητεῖες τοῦ Ἀμώς, ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ νά μετανοήσῃ, δυστυχῶς παρέμενε ἀμετανόητος. Καί ὄχι μόνον παρέμεινε ἀμετανόητος, ἀλλά καί ἠθέλησε νά ἐπιβάλλῃ σιωπήν εἰς τόν Ἀμώς καί ἐκδίωξιν. Βλέπομε λοιπόν ὁ διασυρμός καί ἡ ἐκδίωξις νά εἶναι τό τίμημα ἐκείνων πού κηρύσσουν τήν ἀλήθειαν. Ἐκείνων πού γνωρίζουν, διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ, νά βλέπουν πέραν τῶν γεγονότων καί νά διαβάζουν κάτωθεν τῶν γραμμάτων. Ὁ Προφήτης ὅμως δέν ἐσιώπησεν. Συνέχισε νά κηρύττῃ τήν Ἀλήθειαν. Εἰς τό τέλος, ἐφονεύθη ἀπό τούς ἱερεῖς διά ροπάλου, ὑπογράφοντας τό κήρυγμα τῆς Ἀληθείας μέ τήν ἰδίαν του τήν ζωήν!
Ἡ ἀλήθεια θά πρέπῃ πάντοτε νά διακηρύσσεται. Ἡ δέ Χάρις ἐπικυρώνει τήν ἀλήθειαν, δικαιώνει τούς ἀγωνιστάς καί καταισχύνει τά φερέφωνα τῆς πλάνης καί τοῦ ψεύδους. Ἄς τό συνειδητοποιήσουν ὅλοι, ὅτι «ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» (Β´ Τιμόθ. β´, 9).
Δόξα τῷ Θεῷ πού ὑπάρχουν ὀλίγες μέν, ἀλλά δυνατές φωνές ἀγωνιστῶν καί ὁμολογητῶν πατέρων, τόσον ἐκτός, ὅσον καί ἐντός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἐπίσης καί ὡρισμένων λαϊκῶν, θεολόγων, κλπ. Ἀλλά, πρέπει καί ἐπιβάλλεται ὅλοι μας, πρωτίστως ὁ κλῆρος, ἀλλά καί ὁ λαός, ἐν μετανοίᾳ, ἔστω καί τήν ὑστάτην στιγμήν, τώρα δηλαδή, νά ὑψώσωμε, φωνήν διαμαρτυρίας καί ὁμολογίας, πρωτίστως διά τήν Πίστιν μας. Διότι, ἄν εἴχαμε μετάνοιαν καί ἐκρατούσαμε τήν Πίστιν γερά, θά ἔστεκαν καί τά ὑπόλοιπα εἰς τήν σωστήν των βάσιν.
Ἐννοεῖται δέ, πώς ὁ ἀγών διαμαρτυρίας δι᾽ ὅλων τῶν ἐκφάνσεών του, πάντοτε θά πρέπῃ νά διεξάγεται καί νά ὁλοκληρώνεται ἐντός καί μόνον ἐντός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

ΧΡΙΣΤΟΥΦΑΝΤΟΣ

http://aktines.blogspot.gr

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Μέ ποιά γλῶσσα καί μέ ποιόν τρόπο πρέπει νά ἀπευθυνόμαστε στόν Θεό;

Συμβαίνει μέ τούς πλείστους:
Δέν ἀσχολούμαστε μαζί Του…νά μήν ἀσχολεῖται μαζί μας!…

Ἄς δοῦμε ἀρχικῶς, μέ ποιά γλῶσσα νά μιλᾶμε στόν Θεό:
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔπαψαν νά ὁμιλοῦν στόν Θεό. Ἔπαψαν νά ρωτοῦνε τόν Θεό. Ἔπαψαν νά ἀναζητοῦνε τόν Θεό, νά προσεύχονται στόν Θεό, νά ἀκοῦνε τόν Θεό, νά νοιώθουν τόν Θεό, νά ὑπακοῦνε στόν Θεό, νά ζοῦνε μέ τόν Θεό, νά ζοῦνε γιά τόν Θεό, νά ἀγαποῦνε τόν Θεό.
Διέκοψαν κάθε σχέση κι ἐπαφή μαζί Του, σά νά μήν ὑπάρχει ὁ Ὥν, τό Ὕδωρ τό Ζῶν, ἡ Ὄντως Ζωή!
Τόν ἀπορρίπτουνε σά νά εἶναι ἕνας σκάρτος καί προδότης φίλος, ἤ ἕνας ἐπικίνδυνος ἐχθρός, ἤ ἕνας στραβός παραξενιάρης γείτονας!
Τόν ἀποφεύγουνε πλήρως σά νά εἶναι ἕνα «κακό κι ἐπικίνδυνο σημαδάκι» ψηλά στόν οὐρανό!
Τόν ἀποφεύγουνε σά νά εἶναι ἕνα ἄπιαστο καί μακρινό ἄστρο πού θά μείνει γιά πάντα ἀπλησίαστο, ἄρα μάταιο πρᾶγμα νά ἀσχοληθεῖ κανείς μαζί Του!
Αὐτός ἐκεῖ πάνω (ὁ Πανταχοῦ Παρών) κι ἐμεῖς ἐδῶ κάτω, ἀπό μακριά κι ἀγαπημένοι…! Συνεννόηση μηδέν! Ἀπόσταση….ἔτη φωτός!

Ἀλλά ἀκόμη καί σέ ἐμᾶς, «τούς λεγομένους πιστούς», πού δέν κόβουμε τά νήματα ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό καί πού θεωρούμαστε (λόγοις μᾶλλον…) δοῦλοι Του καί μαθητές Του, παραμένει ἀκόμη ἄγνωστος ὁ κώδικας στόν ὁποῖον ἀρέσκονται τά ὦτα Του καί στόν ὁποῖον πρόθυμα ἀνταποκρίνεται ὅταν μιά φωνή ἀπευθύνεται πρός Αὐτόν. Τά μπερδέψαμε αὐτά τά νήματα καί τά κάναμε κόμπους ἄλυτους καί περίπλοκους: εἴτε γεμάτους παράσιτα,
εἴτε μή δυναμένους ἀπό τή σύγχυσή τους νά μεταφέρουν κἄν δεήσεις, αἰτήσεις, εὐχαριστίες καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο πρός τόν Κύριο!
Βλέπετε, ἐνῶ ὁ Θεός ὡς Παντογνώστης καταλαβαίνει ὅλες τίς γλῶσσες, ὅμως, σέ συγκεκριμένη γλώσσα ἀναπαύεται, μέ συγκεκριμένη συχνότητα συντονίζεται καί σέ συγκεκριμένη γλῶσσα ἀπαντᾶ καί μάλιστα ἄμεσα, ὡς προσεχτικός ἀκροατής και Φιλάνθρωπος – Πολυεύσπλαγχνος συνομιλητής!
Νά μήν ἀποροῦμε λοιπόν καί λέμε παραπονετικῶς:
-Ὁ Θεός δέ μέ ἀκούει. Ἐμένα μέ ξέχασε.
-Ὁ Θεός δέν ἀπαντᾶ. Εἶναι κουφός καί σκληρός μαζί μου.
-Τοῦ Θεοῦ ἄλλα Τοῦ ζητῶ καί ἄλλα παίρνω. Γιατί; (Ἄχ αὐτό τό βλάσφημο, ἀδιέξοδο κι ἀνούσιο αὐτοδικαιωτικό «γιατί»….)!
Καί ἄλλα παρόμοια καί αἴολα…

Ἄς μποῦμε λιγάκι γιά ἕνα λεπτό στήν θέση τοῦ Θεοῦ, παρ’ ἀνθρώποις τό λεγόμενον…
Ἐρώτηση:
-Ἄν ἐμεῖς, οἱ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, μιλήσουμε μέ ἄσχημο τρόπο σέ κάποιον, τί γίνεται κατά τό σύνηθες;
Ἀπάντηση:
-Ἤ θά μᾶς περιφρονήσει αὐτός ὁ κάποιος (γιά νά μή γίνει καυγάς καί μέχρι νά συνετιστοῦμε), ἤ θά μᾶς συμπεριφερθεῖ ἐπιθετικά κι αὐτός κι ἀπρόσμενα πολλές φορές.
Καί τότε, ὄχι μόνο δέν θά ὑπάρξει ἡ ποθούμενη συνεννόηση, ἀλλά μᾶλλον «ἡ κουβέντα» θά ὁδηγήσει σέ ἀντίθετα ἀπό τά προσδοκώμενα ἀπό ἐμᾶς ἀποτελέσματα.
Τό ἴδιο συμβαίνει λοιπόν καί μέ τόν Θεό πού μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα Του! Τοῦ μιλᾶμε συνήθως μέ ἄσχημο κι ἀνάρμοστο τρόπο καί Αὐτός μέ τήν σειρά Του: εἴτε τραβᾶ τήν χάρη Του ἀπό ἐμᾶς καί ἐσκεμμένα κωφεύει (προκειμένου νά ἀναβάλλει τήν ὅποια τιμωρία-παιδαγωγία μας καί μέχρι νά συνετισθοῦμε), εἴτε μᾶς ἀπαντᾶ μέ αὐστηρό παιδαγωγικό τρόπο πρός σωφρονισμό μας, ἐφόσον δέν συνήλθαμε «εἰς ἑαυτόν» κι ἐμεῖς τό ἐκλαμβάνουμε αὐτό ἐσφαλμένως πώς: ἄλλο Τοῦ ζητᾶμε (δέν καταλαβαίνει κιόλας ὀ Πάνσοφος…) κι ἄλλο παίρνουμε (ἀπό αὐτό πού ἐγωιστικά νομίζουμε πώς μᾶς ἄξιζε…).
«Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε…»(Ἰάκ. 4,3), λέγει ξεκάθαρα τό Εὐαγγέλιο.
Μιλοῦμε μέ λάθος γλῶσσα καί μέ ἀνάρμοστο ὕφος στόν Ὕψιστο Θεό καί ἐπιπρόσθετα, πολλές φορές ζητοῦμε καί πράγματα ζημιογόνα τόσο γιά ἐμᾶς, ὅσο καί γιά τούς ἄλλους, εἴτε ἐπίγεια, εἴτε ἐπουράνια.
«Αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε», συμπληρώνει τό Εὐαγγέλιο.
Ἔχει σημασία καί γιά ποιόν λόγο μιλοῦμε στόν Θεό. Τοῦ ἀπευθυνόμαστε μέ ἐφαλτήριο τήν ἀγάπη καί τόν πόθο σωτηρίας ἤ μέ ἐφαλτήριο τό θέλημά μας καί τά πάθη μας;…

Ἡ γλῶσσα πού ἐμεῖς μιλᾶμε συνήθως στόν Θεό, εἶναι ἡ ἑξῆς: ὑπερήφανα, ἀναίσχυντα, μέ ὕφος ἔντονο, ἀπαιτητικά, ὑποκριτικά – ψευδοταπεινωτικά-φαρισαϊκά, σά νά εἶναι δοῦλος μας καί ὀφείλει νά μᾶς ὑπακούει, σά νά εἶναι χρεώστης μας καί ὀφείλει νά μᾶς ἀποδίδει, Τόν μαλώνουμε, Τοῦ ὑποδεικνύουμε, Τόν διορθώνουμε, Τόν περιφρονοῦμε ὅταν δέν γίνεται τό θέλημά μας καί σέ ἀκραῖες περιπτώσεις μάλιστα, πού ἔχουμε παρεκτραπεῖ τελείως καί δαιμονικῶς, Τόν ὑβρίζουμε καί Τόν βλασφημοῦμε παρακαλῶ…

Τήν γλῶσσα ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό, μᾶς τήν δίδαξαν λόγῳ καί ἔργῳ ὅλοι οἱ Ἅγιοι, προπαντός δέ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, καθώς καί πλεῖστοι μετανοηθέντες πρώην βαριά ἁμαρτωλοί. Ἡ γλῶσσα ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό, ὀνομάζεται: ταπείνωση-ἀγάπη!

Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη βαδίζουν πάντα καί ἁρμονικά σφιχταγγαλιασμένες. Δέν γίνεται νά χωρίσουν ἄν ἐπιθυμοῦμε ὄχι μόνο οὐσιαστική καί ὁμαλή συνομιλία μέ τόν Θεό, ἀλλά καί μέ τούς συνανθρώπους μας. Διότι ἄν λείψει ἡ ταπείνωση, τότε στό κενό ποὐ ἀφήνει πίσω της παρεισφρύει ἡ ὑπερηφάνεια πού διώχνει τήν ἀγάπη. Ἄν λείψει ἡ ἀγάπη, τότε στό κενό πού ἀφήνει πίσω της παρεισφρύει τό μίσος πού διώχνει τήν ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη, λοιπόν, ἐνεργοῦν σωστά μόνο ὡς σιαμαῖες ἀδελφές. Μέ αὐτές τίς δύο μίλησε ὁ τελώνης στόν Θεό μέσα στόν Οἶκο Του καί ἐνῶ δέν εἶχε ἔργα καλά, παρά ἁμαρτίες, εἰσακούσθηκε, συγχωρέθηκε, δικαιώθηκε καί σώθηκε!

Τό κλειδί πού ξεκλειδώνει τά ὦτα τοῦ Θεοῦ: ταπείνωση-ἀγάπη!

Ὁ καρδιακός πόνος, ἡ μετάνοια, τά δάκρυα, ἡ αὐτομεμψία, οἱ στεναγμοί καί τό ἱκευτικό ὗφος, στέλνουν τή φωνή μας στά ὦτα τοῦ Ὕψίστου τόσο γρήγορα, σά νά εἶναι ὁ λόγος μας ἤδη μέσα σέ αὐτά! Τίποτε ἄλλο δέν ταξιδεύει τίς προσευχές μας πρός τόν Θεό μέ τέτοια ταχύτητα καί δέν ἐξασφαλίζει τόσο ἄριστη εὐκρίνεια στήν ἐπικοινωνία μας μαζί Του, ὅσο τό «καλωδιακό δίδυμο μεταφορᾶς»: ταπείνωση-ἀγάπη!
Καί τίποτε ἄλλο δέν γεννᾶ τήν καλή παρρησία καί δέν προκαλεῖ τήν φιλάνθρωπη προσοχή τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς, ὅσο οἱ: ταπείνωση-ἀγάπη!
Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη εἶναι, ἄς ποῦμε μέ τούς σύγχρονους τεχνολογικούς ὅρους, «ὁ κωδικός τοῦ Θεοῦ», «τό password τοῦ Θεοῦ», τό ὁποῖο μᾶς ἐπιτρέπει τήν εἴσοδο σέ διάλογο μαζί Του καί τήν ἄμεση κι εὐμενῆ ἀνταπόκρισή Του!
Μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, γλυκά- γλυκά δεσμεύουμε Θεό κι ἀνθρώπους καί τούς αἰχμαλωτίζουμε μέ τήν θέλησή τους!
Μᾶς παραδίδονται οἰκειοθελῶς!
Εἶναι ἀφοπλιστικές κι ἀνίκητες!

Ἄς δοῦμε στή συνέχεια, μέ ποιόν τρόπο νά ἀπευθυνόμαστε στόν Θεό.

Τό παράδειγμα ἱκεσίας τοῦ τελώνη πρός τόν Θεό, ὄπως περιγράφεται στό Εὐαγγέλιο, μᾶς ἀγγίζει ὅλους πολύ, διότι κι ἐμεῖς οἱ περισσότεροι εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί καί ἴσως λιγότερο, ὅλοι ἀνεξεραίτως!
Εἶναι πολύ παρήγορο γιά ἐμᾶς, νά γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε ἕναν δυνατό (στό θέμα ταπείνωσης) ἐκπρόσωπο (τόν τελώνη), ὁ ὁποῖος τράβηξε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παρά τό βαρύ του ποινικό μητρῶο ἁμαρτιῶν!
Μᾶς γεμίζει ἐλπίδα αὐτό τό παράδειγμα.

Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τήν περίπτωση τῆς ἄγνωστης πόρνης. Μάλιστα μέ αὐτή τήν πολύ ἁμαρτωλή γυναῖκα, συμβαίνουν τά ἑξῆς ἀξιοπρόσεχτα:

Δέ φαίνεται πουθενά μέσα στό Εὐαγγέλιο, νά μίλησε στόν Κύριο.
Οὔτε μία λέξη!
Βουβῷ τῷ τρόπῳ, ἔδειξε τήν ἀγάπη της καί τήν ταπείνωσή της στόν Κύριό της. Ὅμως, ὁ ἱκετευτικός τρόπος της καί ἡ λατρεία πού Τοῦ ἔδειξε ἔμπρακτα, ἦταν γλῶσσα καρδιᾶς καί «ἄλαλα λόγια» στάζοντα ἀπό ἀγαπητική – ἐν μετανοίᾳ πληγή ψυχῆς, ἠχηρότερα ἀπό κάθε φωνή, λόγο καί κραυγή διά στόματος. Οἱ μελίρρυτες πράξεις της ποτισμένες στά κλάματά της, ἦταν ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά ἀπευθυνθεῖ στόν Θεό. Καί ὁ πιό ἀποτελεσματικός ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος.
Εἶχε τόση ταπείνωση δέ, πού ὄχι μόνο δέν τόλμησε νά βγάλει λαλιά καί νά ὑψώσει τή ματιά της πιό πάνω ἀπό τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο, κάτι πού περνᾶ ἀπαρατήρητο, δέν ἔσκυψε κάτω ἁπλῶς γιά νά κλάψει, νά φιλήσει, νά πλύνει, νά σκουπίσει τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ μέ τά μαλλιά της καί νά τά μυρώσει, ἀλλά στάθηκε καί «ὀπίσω» τῶν ποδῶν Του!
«Καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Λουκ. 7, 38).
Κάτω, στά πόδια Του, καί ὀπίσω Τους, σάν μαύρη ντροπαλή κι ἀσήμαντη σκιά πού δέν ἀξίζει νά ἀκούει καί νά βλέπει κανείς!
Ταπεινώθηκε πλήρως. Ἱκέτεψε πλήρως. Ἀγάπησε ὑπερβαλλόντως.
Εἶχε τόση ἀγάπη δέ, πού ἀψήφησε τόν ὅποιο κίνδυνο πού πιθανόν θά διέτρεχε μέ τήν ἐμφάνισή της στό σπίτι μέ τούς «εὐϋπόληπτους» καλεσμένους, μιά πού ἦταν γνωστό τό κακό ποιόν της δημοσίως. Ρίσκαρε τόν ὅποιον πιθανό ἐξευτελισμό της μπροστά στόν κόσμο, γιά μιά μονάχα πολύτιμη ἀγαπητική στιγμή μέ τόν Χριστό, πού δέν ἤθελε νά χάσει μέ κανένα κόστος εἰς βάρος της!
Ἐπίσης, Τοῦ ἀγόρασε καί δῶρο, ἕνα πανάκριβο μύρο!
Προέβην σέ αὐτήν τήν λεπτή, εὐωδιαστή χειρονομία, χωρίς νά γνωρίζει ἄν θά κατάφερνε τελικά νά ἀλείψει τό μύρο στά πόδια Του, ὅπως ποθοῦσε, καί χωρίς νά ὑπολογίσει τήν ἀπώλεια τοῦ κομποδέματός της. Ρίσκαρε τήν περιουσία της. Ὅλα γιά τόν Χριστό.
Καί κάτι ἄλλο πού ἐπίσης περνᾶ ἀπαρατήρητο, ἀλλά εἶναι σημαντικότατον: κανένας ἄλλος, ἐκτός ἀπό τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, δέν φαίνεται πουθενᾶ στό Εὐαγγέλιο καί στήν ἐπίγεια ζωή Του, νά Τόν κατεφίλησε τόσο, ὅσο αὐτή ἡ ταπεινωθεῖσα κι ἀγαπῶσα πόρνη!
Τί εὐλογία τῆς ἔδωσε ὁ Ἰησοῦς μέ αὐτήν τήν ἀξιοζήλευτη παραχώρηση!
Ὁ Κύριος, ὄχι μόνο ἐπέτρεψε στήν πόρνη νά Τόν καταφιλεῖ, ἀλλά ἐπιπλέον εἶπε γιά αὐτήν σέ ὅλους: «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. 7,47)!
Μέ αὐτόν τόν λόγο Του, φανέρωσε δύο τινά ὁ Χριστός στούς παρευρισκομένους πού κοιτοῦσαν ἄναυδοι τίς ἐκδηλώσεις τῆς πόρνης: τόσο ὅτι συγχωρέθηκε, ὅσο καί τό γιατί συγχωρέθηκε. Ταυτόχρονα, ἀμέσως τήν παρουσίασε ὡς παράδειγμα πρός μίμησιν ὁ Ἴδιος Αὐτοπροσώπως!
Ἄς παραδειγματιστοῦμε, λοιπόν, ὑπάκουα κι ἐμεῖς ἀπό ὅλους αὐτούς πού κατάφεραν νά ἑλκύσουν τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί νά λάβουν συγχώρεση καί ζωή αἰώνια, μιλῶντας μέ τήν γλῶσσα τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπείνωσης καί φερόμενοι μέ τόν ἱκετευτικό ἐν δάκρυσιν τρόπο τους στόν Θεό!
Ἄς ρίχνουμε κι ἐμεῖς ἀγαπητικά καί ταπεινά τόν ἑαυτό μας στό ὑποπόδιον τῶν ποδῶν τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό διαλυμένο σέ βίδες μηχάνημα ἐπάνω στόν πάγκο τοῦ συνεργείου ἐπισκευῆς καί στά χέρια τοῦ ἔμπειρου τεχνίτη, πρός ἐπιδιόρθωσιν.
Ἄς ρίχνουμε τόν ἑαυτό μας στήν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου, στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους, ὅπως ρίχνεται ὁ βαρειά ἀσθενής στό κρεβάτι τοῦ νοσοκομείου καί στά ἔμπειρα χέρια τῶν ἰατρῶν, πρός ἴασιν κι ἀποκατάστασιν.
Ἄς ρίχνουμε τόν ἑαυτό μας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό ἀδύναμο μωρό, πού μέ ἐμπιστοσύνη κι ἀσφάλεια ἀποκοιμιέται στήν μητρική ἀγκαλιά, πρός κοίμησιν τῶν παθῶν μας.
Ἄς ρίχνουμε τόν ἑαυτό μας στίς ἐντολές καί στόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό εὔθραστο πουλάκι πού περιμένει κρυμμένο στήν φωλιά καί μέ ἀνοιχτό τό στόμα, τήν πολύτιμη τροφή του ἀπό τόν κηδεμόνα του, πρός πνευματικήν μας τροφοδοσία.
Ἄς ρίχνουμε τόν ἑαυτό μας ὑπάκοα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τά φύλλα τῶν δένδρων πού χορεύουν ἁρμονικά, ἀκολουθώντας ἀναντίρρητα τά βήματα τῶν φυσηγμάτων τοῦ ἀνέμου, πρός ἀσφάλειάν μας καί ὀρθήν καθοδήγησιν καί πορεία μας.
Ἄς ρίχνουμε τόν ἑαυτό μας στό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό κύμα πού ὁρίζεται ἀπό τά ρεύματα τῆς ἀπέραντης θαλάσσσης καί πού τελικά τό ταξιδεύουν στά πιό ὄμορφα καί μοναδικά ἀκρογιάλια καί λιμάνια τοῦ κόσμου, πρός σωτηρίαν μας καί κατάληξιν καί ἡμῶν στόν εὔδιον λιμένα τοῦ Θεοῦ!

Μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη γλῶσσα ἀπευθυνθοῦμε στόν Θεό ἐκτός τῆς ταπείνωσης – ἀγάπης καί μέ ὁποιονδήποτε ἄλλον τρόπο Τοῦ ἀπευθυνθοῦμε ἐκτός ἀπό τό ὑπάκουο ἱκετευτικό ἀκούμπισμά μας σέ Αὐτόν, θά μᾶς ὁδηγήσουν σέ χωρισμό μαζί Του καί θά μᾶς μετατρέψουν σέ μαῦρες σκιές πού θά ἀκολουθήσουν ἁμαρτωλά μονοπάτια, ὁδηγοῦντα σέ κρημνούς ἀποτυχίας κι ἀπωλείας.
Ἄς πατήσουμε ἐν σοφίᾳ ἐπάνω στά χνάρια τοῦ Προφητάνακτος Δαυΐδ κι ἄς ἑνώσουμε καί τήν δική μας φωνή μέ τήν δική του, δηλώνοντας κι ἐμεῖς ἀποφασιστικά στήν ψυχή μας καί στόν Ἀγαπημένο Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας μας:
«Ἐξελεξάμην παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον ἤ οἰκεῖν μέ ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν» (Ψαλμ. 38).

Πετᾶμε ἐπιπόλαια τόσα χρόνια πολύτιμης ζωῆς τόν ἑαυτό μας στήν ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί στήν ἀσυνενοησία μαζί Του, στις ἁμαρτίες καί σέ ἀπόκρημνους τόπους, μέ ἀποτυχημένα καί δεινά πολλές φορές ἀποτελέσματα.
Καιρός πιά νά τόν «παραπετάξουμε», ἐμπιστευτικά κι ἄνευ ὅρων, στόν Τέλειο Θεό καί στήν Ἐκκλησία Του!
Καί τότε, Αὐτός θά μᾶς ἀναστηλώσει κατά τήν ὑπόσχεσή Του: «ὑποστηρίζει Κύριος πάντας τοὺς καταπίπτοντας καὶ ἀνορθοῖ πάντας τοὺς κατερραγμένους»(Ψαλμ. 144, 14).
Θά μᾶς ἀναλάβει στοργικά ὑπό τῶν πτερύγων Του καί θά πετάξουμε μαζί Του καί μέ πᾶσα ἀσφάλεια στήν Οὐράνια Βασιλεία Του, ᾧ ἠ δόξα καί ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων! Ἀμήν.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΩ ΘΕΩ ΔΟΞΑ!

Μ.Σ. ἐκπ/κός-ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ (http://kaiomenivatos.blogspot.gr/)

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ

Η προφητεία του Αββά Παμβώ προς μαθητήν του…

…Σου λέγω και τούτο Τέκνον μου, ότι θα έρθει καιρός, οπόταν οι χριστιανοί θα προσθέτουν και θα αφαιρούν και θα μεταβάλουν τας βίβλους των Αγίων Ευαγγελίων και των Αγίων Αποστόλων και των Θεσπέσιων Προφητών και των Ιερών Πατέρων και θα μαλακώνουν τας Αγίας Γραφάς και θα γράφουν τροπάρια και άσματα και λόγους τεχνολογικούς.
Και ο νους των θα ξεχυθεί εις αυτούς, θα απομακρυνθούν δε από τα Θεϊκά πρότυπα.
Και δια τούτον τον λόγον οι Άγιοι Πατέρες είχαν προαναγγείλει ότι οι μονασταί της ερήμου πρέπει να γράφουν τους βίους των Πατέρων όχι επάνω εις μεμβράνας, αλλά επάνω εις χάρτινους διφθέρας, διότι η ερχόμενη γενεά θα τους μεταβάλλει σύμφωνα με την δική των αρέσκεια. Όθεν και το κακό που μέλλει να προέλθει θα είναι φρικτόν.
Κατόπιν λέγει ο μαθητής:
-Ώστε λοιπόν, Γέροντα, πρόκειται να αλλάξουν οι παραδόσεις και τα έθιμα των Χριστιανών; Μήπως δεν θα υπάρχουν πλέον ιερείς εις την Εκκλησίαν αφού θα βαδίσει προς αυτό το κατάντημα;
Τότε ο αββάς εσυνέχισεν:
-Εις τους καιρούς εκείνους πλέον, θα κρυώσει η αγάπη του Θεού από τις περισσότερες ψυχές και θα πέσει θλίψις μεγάλη εις τον κόσμον.
Το ένα έθνος θα ρίχνεται εναντίον του άλλου. Οι λαοί θα μετακινούνται από τους τόπους των.
Οι άρχοντες θα ανακατωθούν, οι ιερωμένοι θα το ρίξουν εις την αναρχίαν, οι δε μοναχοί θα ξεκλίνουν εις την αμέλειαν.
Οι εκκλησιαστικοί ηγέτες θα θεωρούν ανάξιον πράγμα να φροντίζουν για την σωτηρίαν τόσον της ιδικής των ψυχής, όσον και του ποιμνίου των και θα περιφρονούν παντελώς ένα τοιούτον ζήτημα.
Όλοι θα δείχνουν προθυμίαν και δραστηριότητα προ πάντων δια τα τραπέζια και διά τας ορέξεις των. Θα είναι οκνηροί εις τας προσευχάς και πρόχειροι εις τας κατακρίσεις.
Τους βίους και τας διδαχάς και τα παραδείγματα των αγίων Πατέρων δεν θα ενδιαφέρονται μήτε να τα μιμηθούν, μήτε καν να τα ακούσουν, αλλά μάλλον θα κατηγορούν και θα λέγουν ότι, εάν εζούσαμε και μεις εις εκείνα τα χρόνια, έτσι θα συμπεριφερόμεθα.
Οι δε αρχιερείς θα υποχωρούν μπροστά στους ισχυρούς της γης. Και θα λύνουν τις διάφορες υποθέσεις, βγάζοντες από πολλές μεριές δώρα και απολαβές λογιών λογιών για λογαριασμό των.
Τον πτωχόν δεν θα τον υπερασπίζουν, θα θλίβουν τας χήρας γυναίκας και θα καταπονούν τα ορφανά. Αλλά και εις τον λαόν θα εισχωρήσει ασωτία.
Οι περισσότεροι δεν θα πιστεύουν εις τον Θεόν, θα μισούνται αναμεταξύ των και θα αλληλοτρώγονται ωσάν τα θηρία, θα κλέπτουν ο ένας τον άλλον και θα μεθύουν και θα περπατούν ωσάν τυφλοί.
Τέλος ξαναρωτά ο μαθητής:
-Τι λοιπόν πρέπει να κάνει κάποιος σε κείνη την περίστασιν;
Και ο Γέρων Παμβώ απεκρίθη:
-Τέκνον μου, εις εκείνους πλέον τους καιρούς, όποιος αν ημπορέσει να σώσει την ψυχή του και να παρακινά και τους άλλους δια να σωθούν, αυτός θα ονομασθεί μέγας εις την βασιλείαν των Ουρανών.

Αββά Παμβώ

http://nefthalim.blogspot.gr

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, Uncategorized

«Περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ» (Ματθ. 26:38)

Τό τηλεγράφημα τῆς δοκιμασθείσης ψυχῆς:
Κάποιες, ἴσως καί πολλές φορές στήν ζωή μας, θά ζήσωμε τέτοια δυνατά γεγονότα-σταθμούς πόνου, θλίψεως καί μοναξιᾶς, πού μέσα ἀπό τά μύχια τῆς ψυχῆς μας θά νοιώσουμε ἐπιτακτικά τήν ἀνάγκη νά κράξωμε πρός τό ἅπαν σύμπαν γοερῶς: «περίλυπος ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»!
Μιά κρυφή ἐλπίδα καί προσδοκία γεννᾶται δειλά συνάμα μέ αὐτήν τήν κραυγή ἀγωνίας, πώς τό καρδιακό τηλεγράφημα μέ καλώδιο μετάδοσής του τόν μακροστενή πόνο τῆς ψυχῆς, θά φτάσει ἕως τά ὦτα κάποιου φιλότιμου καί πονόψυχου ἀποδέκτη, Οὐρανίου ἤ ἐπιγείου.
Κάποιες φορές ὅμως, εἰς μάτην!
Ὁ Θεός ἐπίτηδες σιωπᾶ. Οἱ ἄνθρωποι κατά παραχώρησιν Θεοῦ, σιωποῦν. Τά γεγονότα ἀντιθέτως, δέν σιωποῦν, ἀλλά λαλίστατα κορυφώνονται. Ἡ δοκιμασία φλύαρα μαστίζει καί συνθλίβει. Οἱ ἁμαρτίες μας ἐνοχλητικά χτυποῦν τήν θύρα τῆς συνειδήσεως καί ἐπίμονα ζητοῦν νά ξεπληρωθοῦν τά χρεωστούμενα γραμμάτια τους πού λήγουν. Τά πάθη μας κι αὐτά ὡς ἐγκαταλελειμμένοι ἀσθενεῖς, γυρεύουν πιεστικῶς ἐπιτέλους τήν λησμονημένη θεραπεία τους.
Ἰδού ἡ ἀπορία!: Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ

Συμβαίνει, αγαπητοί μου, λέγει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, συχνά ο άνθρωπος στον κόσμο να φοβάται πολύ. Φοβάται μη αρρωστήσει, μη πάθει κάτι άσχημο, μη του κάνουν κακό, μη δεν επιτύχει, μη δεν προοδεύσει, μη εκτεθεί, μη δεν τιμηθεί, μη δεν αναγνωρισθεί. Για τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής του δεν πολυνοιάζεται, δεν φοβάται, δεν αγωνιά, μόνο ελπίζει στον Πολυεύσπλαχνο Θεό, αν βέβαια πάλι νοιάζεται και ενδιαφέρεται. Δεν αγαπά πολύ τη σωτηρία του φαίνεται σήμερα ο άνθρωπος. Γιατί άραγε; Τί είναι αυτό που τον κάνει ν’ αμαρτάνει εύκολα και να μετανοεί δύσκολα; Είναι τόσο δύσκολο ν’ αλλάξει ο άνθρωπος; Είναι υποτιμητικό να ζητήσει συγχώρεση; Είναι αναξιοπρεπές να ταπεινωθεί; Τον ομιλητή παρακαλώ καλείσθε ν’ ακούσετε ως αδελφό σας, ως συναγωνιστή και όχι σαν αυστηρό δάσκαλο. Θα προσπαθήσει ν’ απαντήσει στα βασικά και καίρια παραπάνω ερωτήματα. Θα χρησιμοποιήσει προς τούτο την απαράμιλλη Αγία Γραφή, τη θεοκίνητη Πατρολογία και τον μυροβόλο Συναξαριστή. Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Εγώ είμαι ο Θεός σου…

eimai mazi sou

 

 

http://kaiomenivatos.blogspot.gr/

Σχολιάστε

by | 27/06/2014 · 10:16 ΜΜ

Πνευματικὰ …ἀπρόπτα!

Ἔχουμε ἀδιαλείπτως ἕναν πειρασμὸ μπροστά μας…

…διαρκῶς συμβαίνουν στὴν ζωὴ μας ἀπρόοπτα.Ἔρχεσαι στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ βρὴς πνευματικὴ ζωή, καὶ συναντᾶς κακούς. Εἶναι ἀπρόοπτο. Ζητὰς κελλὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ δὲν ἔχει ὑγρασία, τὸ ἀποκτᾶς, διαπιστώνεις ὅμως ὅτι ἡ θάλασσα σοῦ προκαλεῖ ἀλλεργία, ὁπότε δὲν μπορεῖς νὰ χαρῆς οὔτε τὴν ἡμέρα οὔτε τὴν νύχτα. Ἀμέσως θὰ σοῦ πῆ ὁ λογισμός, σήκω νὰ φύγης. Εἶναι ἀπρόοπτο. Σὲ πλησιάζω μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος καὶ βλέπω ὅτι εἶσαι ἀνάποδος. Ἀπρόοπτο. Παρουσιάζονται συνεχῶς ἀπρόοπτα ἐνώπιόν μας, διότι ἔχομε θέλημα καὶ ἐπιθυμίες. Τὰ ἀπρόοπτα εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐπιθυμία μας, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς φαίνονται ἀπρόοπτα, στὴν οὐσία ὅμως δὲν εἶναι. Διότι ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν προσδοκᾶ τὰ πάντα καὶ λέγει πάντοτε «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου». Θὰ ἔρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον». Ἐπειδὴ αὐτὰ κοστίζουν στὴν σαρκικότητά μας, γι’ αὐτὸ ἐμεῖς τὰ βλέπομε ὡς ἀπρόοπτα. Γιὰ νὰ μὴν ταράσσεσαι λοιπὸν κάθε φορᾶ καὶ στεναχωριέσαι, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶς καὶ προβληματίζεσαι, νὰ τὰ περιμένης ὅλα, νὰ μπορῆς νὰ ὑπομένης ὅτι ἔρχεται. Πάντα νὰ λές, καλῶς ἦλθες ἀρρώστια, καλῶς ἦλθες ἀποτυχία, καλῶς ἦλθες μαρτύριο. Αὐτὸ φέρνει τὴν πραότητα, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καμία πνευματικὴ ζωή.

Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης
Πηγή: «Τρελογιάννης»

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΟ, ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΥΣ

Εἰς τήν προηγούμενη σύναξί μας, ἀγαπητοί μου ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, εἴχαμε ἀναφερθῆ εἰς τήν προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας, εἰς τό »Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀνάπαυσον τούς δούλους σου», καί εἴχαμε ἀναφέρει, ὅτι αὐτή ἡ προσευχή ἐνδείκνυται καί ἐπιβάλλεται, μέ τό παραπάνω γιά τούς κεκοιμημένους σέ σχέσι μέ τούς ζῶντας ἀδελφούς μας, ἐφ᾽ ὅσον οἱ κεκοιμημένοι δέν μποροῦν πλέον νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους. Διότι ἔχει πλέον λήξει ἡ προθεσμία μετανοίας τους. Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ναι, Κύριε, άκουσε την προσευχή της γης

Μη θλίβεστε, λαοί, που είναι δύσκολη η ζωή. Αγωνίζεστε μόνον εναντίον της αμαρτίας και ζητάτε βοήθεια από τον Κύριο κι Αυτός θα σας χαρίσει ότι είναι ωφέλιμο, γιατί είναι σπλαγχνικός και μας αγαπά…

Αλήθεια σας λέω: Δεν ξέρω νάχω κανένα καλό κι έχω πολλές αμαρτίες. Η χάρη του Αγίου Πνεύματος όμως εξάλειψε τις αμαρτίες μου και ξέρω πως σ’ όσους παλεύουν εναντίον της αμαρτίας ο Κύριος τους χαρίζει όχι μόνο την άφεση αλλά και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία δίνει χαρά στην ψυχή και την γεμίζει με βαθιά και γλυκιά ειρήνη! Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Η ΦΟΒΕΡΗ ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ

Ολίγας ημέρας μετά την καταστροφήν της Μ. Ασίας κατά το έτος 1922, νύκτα τινά είδον ότι ευρέθην μετ΄ άλλων τινών ου μακράν της μονής μου εις το άκρον της κοιλάδος και θεωρώ υψηλά εις τον αιθέραν νέφος τι μικρόν, σκοτεινόν, το οποίον ήρχισεν ολίγον κατ΄ ολίγον να διαλύεται, και ότε διελύθη εφάνη καθαρά το θηρίον της Αποκαλύψεως το έχον κεφαλάς επτά και κέρατα δέκα. Κατ΄ αρχάς ίστατο ως αεροπλάνον υψηλά, κατόπιν κατήλθε χαμηλά και πλησίον μου έως 15 μέτρα. Και είδον καθημένους επάνω εις τας κεφαλάς και τα κέρατα αυτού πολλούς των αρχόντων της γης, αυτοκράτορας, βασιλείς, ηγεμόνες, πρωθυπουργούς και εκ των αρχόντων της Εκκλησίας. Πάπας, Πατριάρχας, Αρχιερείς, ενδεδυμένους τας στολάς των, οι μεν άρχοντες της πολιτείας τα διαδήματα και τα σκήπτρα, οι δε της Εκκλησίας τας ιερατικάς στολάς των, τιάρας, μίτρας, πατερίτσας κ.λ.π. Φόβος και τρόμος με κατέλαβε και στενάξας εκ καρδίας είπον. Ουαί ! ουαί τω κόσμω ! Οποία θλίψις μέλλει να έλθει εις τους κατοικούντας την γην, όταν οι άρχοντες αυτών εισίν υπηρέται και δούλοι του αντιχρίστου !

Ο ΓΕΡΩΝ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ
(Ο ΟΥΡΑΝΟΔΡΟΜΟΣ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ 1884 – 1980),
ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»,
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1980, σ. 553.

http://tribonio.blogspot.gr

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ἡ δύναμις τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ

Υπάρχουν σε μας, υπάρχουν ξόρκια πνευματικά, το όνομα του Κυρίου μας, και η δύναμις του σταυρού. Αυτό το ξόρκι όχι μόνον βγάζει το φίδι από τη φωλιά του και το ρίχνει στη φωτιά, αλλά θεραπεύει και τα τραύματα.Αν όμως υπάρχουν και πολλοί που λέγουν ότι δεν θεραπεύτηκαν, αυτό συνέβη από την ολιγοπιστία τους, όχι από την αδυναμία εκείνου που αναφέραμε. Διότι και τον Ιησού άλλοι τον έσπρωχναν και τον συνέθλιβαν από παν-τού και δεν κέρδιζαν τίποτε˙ η γυναίκα όμως που έπασχε από αιμορραγία, χωρίς να αγγίση το σώμα Του, αλλά μόνο την άκρη του ενδύματός Του, σταμάτησε χρόνιες πληγές αιμάτων (Ματθ. 9, 20-22 και Λουκ. 8, 43-48). Αυτό το Όνομα είναι φοβερό και στους δαίμονες και στα πάθη και στις ασθένειες… Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Πιο εύκολα πας στον Παράδεισο, παρά στην κόλαση…

Εάν ζήσεις όπως προτείνει ο Χριστός θα μάθεις πράγματα που με κανέναν άλλο τρόπο δεν θα τα μάθεις. Όλος ο Χριστιανισμός ήταν κόντρα στην λογική του κόσμου.

Η πίστη μας δεν μαθαίνεται με διαβάσματα και ακούσματα. Στην πράξη, με την εφαρμογή θα διαπιστώσουμε εάν είναι αλήθεια. Την πίστη μας είναι ζωή και την μαθαίνουμε ζώντας! Μετά από 2000 χρόνια θα πιστεύουμε μόνο; Εάν δεν ζούμε τον Θεό, δεν τον ξέρουμε.

Ο διάβολος μας βοηθά να κάνουμε ελεημοσύνη, να νηστεύουμε, να παρθενεύουμε, να χτίζουμε Εκκλησίες γιατί ξέρει ότι μπορεί να μας ρίξει στην υπερηφάνια. Μόνο δύο πράγματα δεν θα σε αφήσει να κάνεις ο διάβολος: να πεις Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και να πας να εξομολογηθείς. Τα λόγια είναι φτώχεια, με τη ζωή μας θα μιλήσουμε για τον Χριστό. Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Υπάρχουν χριστιανοί σήμερα ; (´Ενα ιδιότυπο σχόλιο εξ΄αφορμής των εκλογών)

Το ερώτημα δεν τίθεται ρητορικά. Ήδη έχει τεθεί προ πολλών χρόνων από μεγάλους μελετητές του χριστιανισμού, στην προσπάθειά τους να ψαύσουν τις βάσεις της χριστιανικής πίστεως. Κι ο λόγος είναι απλός: το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει ότι αντιστρέφει τα κριτήρια του κόσμου και της ίδιας της ανθρώπινης φύσεως, απαρνείται ό,τι ο κόσμος θεωρεί δεδομένο, επιλέγει πάντοτε τη ζωή Εκείνου, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για να τον αλλάξει και να τον φέρει κυριολεκτικά άνω-κάτω, λόγω της αλλοιώσεως αυτού του κόσμου από την αμαρτία, συνεπώς να τον επαναφέρει στην ορθή του κατεύθυνση. Είναι γνωστό άλλωστε ότι τελικώς έτσι ορίζεται ο χριστιανός από τους αγίους μας: ως «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγ. Ιωάννης της Κλίμακος). Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

«Μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον»! Με τον Σταυρό στο χέρι ναι! Με σταυρωμένα χέρια, ΟΧΙ!

 Ἀφιερωμένο στούς κλονισμένους τῇ πίστει ἀγωνιστές χριστιανούς, 

ἀπό τίς προσωπικές προκλήσεις τους καί ἀπό τίς προκλήσεις τῶν καιρῶν!

Ἡ πρόσκαιρη τούτη ζωή εἶναι ἕνα ταξίδι στό πέλαγος, ἄλλωτε ἥρεμο κι ἄλλωτε φουρτουνιασμένο, πού ἀναζητᾶ τό ἀπάνεμο λιμάνι τῆς κατάπαυσης ἀπό κάθε κίνδυνο.Τό λιμάνι γιά κάθε Χριστιανό εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ μακαρία αἰωνιότητά της. Ἡ νηνεμία καί ὁ οὔριος ἄνεμος τῶν εὐνοϊκῶν καταστάσεων κάνοντας αὐτό τό ταξίδι, δέν εἶναι μιά μόνιμη κατάσταση. Ἀντίθετα, ἐναλλάσσονται μέ μπουρίνια καί τυφῶνες πειρασμῶν, δοκιμασιῶν καί θλίψεων πού ξεσηκώνονται κάθε λίγο, προκαλούμενα ἀπό τά πάθη μας, ἀπό τόν διάβολο μέ τά ὄργανά του κι ἀπό τίς μέριμνες τοῦ κόσμου. Ὅμως ὁ Κύριος μᾶς προετοίμασε: “Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ” (Πραξ. 4,22). Ὁ «καλός καπετάνιος στήν φουρτοῦνα φαίνεται», λέει σοφά ὁ λαός μας. Ἄν δέν κυβερνήσουμε σωστά τήν ζωή μας, πῶς θά φτάσουμε στήν Βασιλεία;… Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ἡ Βυζαντινή μουσική θεραπεύει τήν κατάθλιψη

Ἡ βυζαντινή μουσική, ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Ἕνα σπουδαῖο θεραπευτικό μέσο γιά τήν ταλαίπωρη ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπαθοῦς, εἶναι πράγματι ἡ Βυζαντινή μουσική. Διά τοῦτο δίδασκε ὁ σοφός ἰατρός τῆς ψυχῆς-Γέρων: «Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ ὠφέλιμη. Κανένας χριστιανός δέν πρέπει νά ὑπάρχει χωρίς νά ξέρει βυζαντινή μουσική. Πρέπει ὅλοι νά μάθομε. Ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ψυχή. Ἡ μουσική ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Χωρίς κόπο, ἀγαλλόμενος, γίνεσαι ἅγιος». Εἰδικά γιά τήν θεραπεία τῆς κατάθλιψης ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι ἕνα πολύ ἀποτελεσματικό μέσο. Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΟΡΘΩΘΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΘΕΙ ΗΘΙΚΑ

Ενόμισαν οι μάταιοι σαρκικοί άνθρωποι, ότι μακριά από τον Θεό, από τα καλά ήθη και τις αρετές, μόνο με τις εξωτερικές επιδείξεις, με τις ανωφελείς τελετές στις οποίες γίνεται κακή σπατάλη εκατομμυρίων, και με κούφια λόγια, πως θα ανόρθωναν το έθνος, αλλά πλανήθηκαν. Δεν μελέτησαν, δεν άκουσαν ότι οι μακρύνοντες εαυτούς από τον Θεό απολούνται. Ξεριζώθηκαν διότι δεν ήταν φυτεία του Θεού. Το Έθνος για να ανορθωθεί πρέπει να αναγεννηθεί ηθικά, να παύσει η διαφθορά και η παραλυσία των ηθών, να παύσει η κακοήθεια και η αμαρτία, να παύσει η αδικία, η πλεονεξία, η ασέβεια και η βλασφημία.

ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ

ΠΗΓΗ : ΨΥΧΟΣΩΤΗΡΙΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ,
εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σελ. 56.

http://tribonio.blogspot.gr

1 σχόλιο

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ο σκοπός της ζωής μας και οι προϋποθέσεις για την επίτευξή του

Εἶναι πολὺ τολμηρὸ νὰ ὁμιλεῖ κάποιος γιὰ τὴν θέωση, ὅταν δὲν τὴν ἔχει γευθεῖ. Τολμήσαμε ὅμως τὰ ὑπὲρ δύναμιν θαρροῦντες εἰς τὰ ἐλέη τοῦμεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ νὰ μὴ κρύψουμε ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς ἀδελφούς μας τὸν ὕψιστο καὶ τελικὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, γιὰ τὸν ὁποῖο πλασθήκαμε.

Προϋποθέσεις γιὰ τὴν θέωσι

Λέγουν βέβαια οἱ ἅγιοι Πάτερες ὅτι μέσα στὴνἘκκλησία μποροῦμε νὰ ἐπιτύχουμε τὴν θέωση.Ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἐπιτυγχάνουμε ἐμεῖς μόνοι μας. Φυσικὰ πρέπει νὰ θέλουμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε ἄξιοι, ἱκανοὶ καὶ δεκτικοὶ νὰ δεχθοῦμε καὶ νὰ φυλάσσουμε τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεὸς δὲν θέλει τίποτε νὰ κάνη σ᾿ ἐμᾶς χωρὶς τὴν ἐλευθερία μας. Πλὴν ὅμως ἡ θέωσις εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν ὅτι ἐμεῖς μὲν πάσχουμε τὴν θέωση, ὁ Θεὸς δὲ ἐνεργεῖ τὴν θέωση. Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Tι λένε για Μένα οι άνθρωποι;

Κύριε, πριν 2000 χρόνια ρώτησες τους μαθητές σου: Τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Ο λόγος Σου διαχρονικός κι έρχεται σήμερα να κουδουνίσει στ’ αυτιά μου. Ζητάς κι από μένα μια απάντηση: τι λένε για μένα οι άνθρωποι; Εσύ γνωρίζεις τις σκέψεις που κρύβω από τους άλλους και ξέρεις –ενώπιος ενωπίω είμαστε- πως δεν θέλω να Σου πω ψέματα. Άλλωστε Εσύ γνωρίζεις τα εσώψυχά μου. Πώς γίνεται το λοιπόν να σε ξεγελάσω; Μόνο που ό,τι πούμε, παρακαλώ Σε, ας μείνει μεταξύ μας.

Συγχώρα με μονάχα γιατί θα Σε πικράνω… Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Ὁ Χριστὸς προσκαλεῖ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή

Γιατὶ μὲ ἐγκατέλειψες, ἄνθρωπε; Γιατὶ ἀποστράφηκες ἀπὸ τὸν ἀγαπήσαντά σε; Γιατὶ πάλιν ἑνώθηκες μὲ τὸν ἐχθρό μου; Θυμήσου πώς κατέβηκα γιά σένα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα σάρκα. Θυμήσου πώς γεννήθηκα γιά σένα ἀπὸ τὴν Παρθένο. Θυμήσου πώς ἔγινα γιά σένα βρέφος. Θυμήσου πώς ταπεινώθηκα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἐφτώχυνα γιά σένα. Θυμήσου πώς ἔζησα γιά σένα ἐπὶ τῆς γῆς. Θυμήσου πώς ὑπέμεινα γιά σένα διωγμούς. Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ