Tag Archives: Βυζάντιο – Ρωμανία

Φιλαλήθεια: Παιδεία και Γραμματεία στο Βυζάντιο

Μετά τους τόπους ορθόδοξης λατρείας, τα πρωτογενή κείμενα αποτελούν την καλλίτερα συντηρημένη κατηγορία πολιτιστικών μνημείων του βυζαντινού κόσμου. Ρωμαίικα λάβαρα, πολυτελή μέγαρα, χρυσοποίκιλτα μεταξωτά και φιλντισένια μικροτεχνήματα έγιναν βορά της λήθης, όμως ο γλαφυρός λόγος της βυζαντινής διανοήσεως θα φωταγωγεί στο διηνεκές τα πεπραγμένα της ρωμαίικης πολιτείας. Επιπλέον, παρέχει μία αδρή εικόνα για τις νόρμες της βυζαντινής παιδείας.

Ήδη από το 425, ο Θεοδόσιος Β΄ είχε εγκαινιάσει το Πανδιδακτήριον της Κωνσταντινουπόλεως, ένα μεγάλο κοσμικό πανεπιστήμιο που σύντομα ξεπέρασε την Ακαδημία Αθηνών σε αίγλη και έργο. Εκεί εδιδάσκοντο φιλοσοφία, γεωμετρία, αριθμητική, αστρονομία, γραμματική, νομική, ρητορική και μουσική. Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, η σχολή φιλοξενούσε την -διατηρήσασα περί τις 120.000 τόμων- βιβλιοθήκη του Ιουλιανού [1953] και εδέχετο ανταγωνισμό από σχολές των υπολοίπων μητροπόλεων του ελληνιστικού κόσμου (σε Αθήνα, Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια, Βηρυτό, Γάζα). Αφότου ο Ιουστινιανός έκλεισε την αθηναϊκή Ακαδημία και οι άλλες μητροπόλεις κατεκτήθησαν από Άραβες, απέμεινε μόνον η Κωνσταντινούπολις να παρέχει ανώτατες σπουδές.

 

Επί Ιουστινιανού, η Νομική σχολή ανεξαρτητοποιήθηκε από το Πανδιδακτήριον και αναβαθμίστηκε σε σπουδαιότητα. Η θεολογία διδασκόταν σε εκκλησιαστικές σχολές που θεσπίστηκαν τον 7ο αιώνα επί πατριάρχου Σεργίου και οι οποίες συνέχισαν να λειτουργούν έως την Άλωση, με ενδιάμεσα διαλείμματα στην περίοδο της Εικονομαχίας. Κατά την πολιτιστική αναγέννηση του 9ου αιώνος, σημειώθηκε μία τομή στην βυζαντινή παιδεία με την ίδρυση της ανωτέρας Σχολής της Μαγναύρας το 855, όπου παρεδίδοντο τα μαθήματα του Πανδιδακτηρίου υπό την διεύθυνση του πολυμαθεστάτου Λέοντος του Μαθηματικού [1954]. Επί Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, τον 10ο αιώνα, ολάκερη η αυτοκρατορική αυλή θύμιζε ακαδημία σοφών. Τον 11ο αιώνα, ο τραχύς Βασίλειος Β΄ επέδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για τα γράμματα, αλλά το 1045 ο Κωνσταντίνος Θ΄ δημιούργησε μία νέα νομική σχολή με τον Ιωάννη Ξιφιλίνο για «νομοφύλακά» της και επίσης μία φιλοσοφική σχολή υπό την εποπτεία του Μιχαήλ Ψελλού. Επί Κομνηνών, οι κλασικές σπουδές ήκμασαν και ο Αλέξιος Α΄ ίδρυσε σχολεία για ορφανά παιδιά [1776], αλλά -σε γενικές γραμμές- η ανώτατη παιδεία έτεινε να περιορισθεί στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, επεκράτησε η οικοδιδασκαλία και οι κωνσταντινουπολίτικες σχολές απώλεσαν μεγάλο μέρος της κοινωνικής δυναμικής των. Αυτό δεν σήμανε και υποχώρηση της παιδείας γενικώς, εφόσον αυτήν την περίοδο κυοφορήθηκε από ιδιώτες φιλοσόφους η ανθρωποκεντρική Αναγέννηση. Επί Παλαιολόγων και Μεγάλων Κομνηνών, πλάι στην Άρτα και στον Μυστρά, μεγάλη πνευματική άνθηση γνώρισε και η Τραπεζούς στον Πόντο, με τα ιατροφιλοσοφικά και αστρονομικά σχολεία της, εκεί όπου ο ελληνο-ρωμαϊκός πολιτισμός συναντούσε τα επιτεύγματα του αραβοπερσικού [1955].

Η πνευματική καλλιέργεια αποτελούσε ύψιστο ιδανικό για τους Κωνσταντινουπολίτες, ενώ η παντελής απουσία της αφορμή χλεύης, εάν κρίνουμε από τον αριθμό των καταγεγραμμένων σατιρών για τον «ἀγροῖκο» αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ τον «Τραυλό» [1956]. Τα παραδείγματα της Αθηναΐδος, της Κασσιανής, της Άννης Κομνηνής και η ύπαρξη θηλέων ιατρών υποδεικνύουν ότι η εκπαίδευση ήταν προσβάσιμη και στις γυναίκες, τουλάχιστον σε ένα βαθμό. Η -υπό αυτοκρατορικό έλεγχο- οργανωμένη εκπαίδευση σε σχολές αφορούσε κυρίως ευκατάστατες οικογένειες και δεν ήταν υποχρεωτική. Ωστόσο, το ποσοστό των εγγραμμάτων-στοιχειωδώς μορφωμένων πολιτών της βυζαντινής κοινωνίας ήταν από τα μεγαλύτερα που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία μέχρι την νεωτερικότητα [1957]. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην ευρύτατα διαδεδομένη κατ’ οίκον διδασκαλία, που εξασφάλιζε σε πολλά παιδιά μία βασική μόρφωση. Γενικώς, η παιδαγωγική ύλη δεν υφίστατο ριζικές μεταβολές, ούσα υποκείμενη σε μία τρόπον τινά λόγια παράδοση.

Από την ηλικία των 6 ετών, τα παιδιά μάθαιναν το «ἑλληνίζειν τὴν γλῶσσα», δηλαδή Γραμματική, ενώ συγχρόνως μελετούσαν Έλληνες κλασικούς, τραγικούς ποιητές και πρωτίστως τον Όμηρο [1958]. Η αποστήθιση εκτεταμένων αποσπασμάτων από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια συνιστούσε κοινή εκπαιδευτική πρακτική και η αλήθεια είναι ότι, όπως και στον λιγότερο φιλελεύθερο δυτικό μεσαίωνα, η παιδεία βασιζόταν στην πιστή εκ-μάθηση των παραδεδομένων και όχι στην πρωτότυπη σκέψη που θα μπορούσε να τα αμφισβητήσει. Παράλληλα με την κοσμική παιδεία, μοναχοί και κληρικοί ανελάμβαναν την θρησκευτική κατήχηση των παιδιών, δίνοντες έμφαση στην εκμάθηση της Βίβλου. Περί τα 14, οι έφηβοι ξεκινούσαν μαθήματα ορθοφωνίας και ρητορικής, σύμφωνα με τα πρότυπα του Ισοκράτους, του Ερμογένους και του Αφθονίου [1959]. Στην συνέχεια, εδιδάσκοντο Φιλοσοφία και τις λεγόμενες «τέσσερεις τέχνες», ήτοι Αριθμητική, Γεωμετρία, Μουσική και Αστρονομία [1960]. Όποιος ήθελε και είχε την οικονομική ευχέρεια, ηδύνατο να σπουδάσει επιπροσθέτως και Νομική, Φυσική, Ιατρική ή Θεολογία. Παρότι εκλείπει η βεβαία γνώση, μπορούμε βασίμως να υποθέσουμε πως οι οικοδιδάσκαλοι διεδραμάτιζαν τον σπουδαιότερο ρόλο στην διαπαιδαγώγηση των μικρών παιδιών, αλλά καθώς αυτά μεγάλωναν ξεκινούσαν να φοιτούν σε οργανωμένα σχολεία.

Από τα παραπάνω τεκμαίρεται η ιδιαίτερη σχέση των βυζαντινών γραμμάτων με τους αρχαίους Έλληνες, η οποία καθίσταται προφανέστερη στις πραγματείες των λογίων, παρά τις διαχρονικές επιφυλάξεις αρκετών κληρικών έναντι ειδωλολατρών συγγραφέων. Η σεβαστή απήχηση του νεοπλατωνιστού Πρόκλου, ο θαυμασμός του Λεοντίου Βυζαντίου και του Ιωάννου Φιλοπόνου για τον Αριστοτέλη, τα φιλολογικά ενδιαφέροντα του Μεγάλου Φωτίου, οι ομηρικές διατριβές των Ιωάννου Τζέτζη και Ευσταθίου Θεσσαλονικέως, η αγάπη της Άννης Κομνηνής συλλήβδην για τους κλασικούς και το πάθος του Μιχαήλ Ψελλού και του Πλήθωνος για τον Πλάτωνα μπορούν να ερμηνευθούν εύκολα. Οι αρχαίοι συγγραφείς απετέλουν σταθερόν οδοδείκτη διά τα κοσμικά πονήματα φιλοσοφίας. Στην δε Παλαιολόγειο Αναγέννηση του 14ου-15ου αιώνος, οι Έλληνες λόγιοι προσεκολλήθησαν στους αρχαίους προγόνους και, προοδευτικά, μετέδωσαν τους αστικούς ανθρωποκεντρικούς στοχασμούς των στις ιταλικές πόλεις. Ο αρχαιοελληνικός λόγος ουδέποτε σίγησε. Ο Ηρόδοτος ενέπνευσε τον Προκόπιο, ο Ξενοφών τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Θουκυδίδης τον Κριτόβουλο και τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη, ο Πολύβιος την Άννα Κομνηνή, οι τραγικοί ποιητές τον ρήτορα Αγαθία [1961] κ.τ.λ. Οι βυζαντινοί συγγραφείς αναπαρήγαγαν ακόμη και τις εξώνυμες ονομασίες που απέδιδαν οι αρχαίοι σε ξένους λαούς, αποκαλώντας έτσι «Μοισούς» τους Βουλγάρους, «Πέρσες» τους Τούρκους και «Σκύθες» όσους πληθυσμούς εντόπιζαν στις κοιλάδες ύπερθεν της Ταυρικής.

Οι Βυζαντινοί λόγιοι, λοιπόν, αγαπούσαν την ιστορία και ανέλαβαν επάξια την ευθύνη της καταγραφής της. Κάθε βυζαντινή περίοδος ανέδειξε τους δικούς της ευφυείς ιστορικούς που, καίτοι δεν ήσαν άπαντες αρκούντως αντικειμενικοί, είχαν ταλέντο, λεπτολόγο παρατηρητικότητα και κριτική αντίληψη. Οι Προκόπιος, Αγαθίας, Μένανδρος, Ευάγριος, Λέων Διάκονος, Ψελλός, Ατταλειάτης, Βρυέννιος, Χωνιάτης, Κριτόβουλος, Σφραντζής, Χαλκοκονδύλης και πλείστοι άλλοι είναι συγκρίσιμοι με κατοπινούς δυτικούς ιστοριογράφους της πρώιμης νεωτερικότητος. Ειδικότερα, έχουν διασωθεί απομνημονεύματα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας από ανθρώπους που έζησαν σπουδαία γεγονότα, όπως οι διηγήσεις της αραβικής αλώσεως της Θεσσαλονίκης από τον Καμινιάτη (10ος αιών), της νορμανδικής αλώσεως της ιδίας πόλεως από τον Ευστάθιο (12ος αιών), τα γλαφυρά απομνημονεύματα του Κεκαυμένου κ.α.

Οι Βυζαντινοί γενικώς έτρεφαν μία αδυναμία για τις γεμάτες ζωντάνια περιγραφές. Στην υστεροβυζαντινή περίοδο ανεδύθη μια νέα λογοτεχνική κατηγορία, τα εγκώμια. Στην εποχή κατισχύσεως του αστικού πατριωτισμού [1962], παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα εγκώμια πόλεων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον «Περὶ τῆς βασιλίδος μεγαλοπόλεως λόγο» του Θεοδώρου Μετοχίτου, το «Ἐγκώμιον εἰς τὴν μεγαλόπολιν Νίκαιαν» του Θεόδωρου Β´, το «Ἐγκώμιον Κωνσταντινουπόλεως» του Γεωργίου Καρβώνη, τον «Εἰς Τραπεζοῦντα λόγον» του Βησσαρίωνος, την «Ἐγκωμιαστικὴν ἔκφρασιν Κορίνθου» του Ιωάννου Ευγενικού κ.α. Εκτός αυτών, οι Πανηγυρικοί, οι Επικήδειοι και οι δημόσιοι λόγοι που απηγγέλλοντο από ρήτορες σε μεγάλες εορτές παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, τις συνθήκες και τις αντιλήψεις της κοινωνίας. Περισσότερες πληροφορίες, τεχνoκρατικού χαρακτήρος, μπορούμε να αντλήσουμε από νομικά κείμενα και αυτοκρατορικά πονήματα, όπως τα «Στρατηγικά» εγχειρίδια τακτικών και οργανώσεως του στρατού που συνέγραψαν ο Μαυρίκιος και ο Κεκαυμένος και τα έργα «Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως» και «Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανόν» του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου.

Οι Βασιλικοί Ανδριάντες συνιστούν ένα ακόμη είδος βυζαντινής λογοτεχνίας, του οποίου οι θεματικές πραγματεύονται τις αρετές και τις ιδιότητες ενός ιδανικού ηγέτη. Ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες: τις αυτοβιογραφίες αυτοκρατόρων, τα βασιλικά εγκώμια που επαινούν την συμπεριφορά ηγεμόνων και τα «ηγεμονικά κάτοπτρα», που μέσω παραινετικών λόγων απευθύνουν συμβουλές, νουθεσίες ή και προειδοποιήσεις στον εξουσιάζοντα αποδέκτη των [1963]. Ειδικώς τα Κάτοπτρα αποτελούν πολύτιμες πηγές για τα πολιτικά ιδεώδη του Βυζαντίου, μαρτυρώντας τον πολιτικό στοχασμό και τις αξίες σημαινουσών προσωπικοτήτων του. Στην σύνταξη Βασιλικών Ανδριάντων επεδόθησαν συγγραφείς όπως ο Συνέσιος Κυρηναίος, ο Αγαπητός, ο Μέγας Φώτιος, ο Κεκαυμένος, ο Θεοφύλακτος Αχρίδος και ο Νικηφόρος Βλεμμύδης.

Βεβαίως, ένα μεγάλο -ίσως το μεγαλύτερο- ποσοστό των μνημείων γραπτού λόγου, που διασχίζουν ολάκερη την βυζαντινή χιλιετία, αναλύουν θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, χωρίς να υπάρχει πάντα σαφής δια-χωρισμός από τα φιλοσοφικά είδη. Τον 4ο αιώνα, οι Άγιοι Ιωάννης Χρυσόστομος, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης και οι υπόλοιποι Καππαδόκες πατέρες έθεσαν τις βάσεις της βυζαντινής πατερικής παραδόσεως, αφήνοντας μία εκπληκτική και από πολλές απόψεις πρωτότυπη συγγραφική παρακαταθήκη για τους κατοπινούς αιώνες [1964]. Οι Λεόντιος Βυζάντιος τον 6ο αιώνα, Μάξιμος ο Ομολογητής τον 7ο, Ιωάννης Δαμασκηνός τον 7ο-8ο, Θεόδωρος Στουδίτης τον 8ο-9ο και Γρηγόριος Παλαμάς τον 14ο αιώνα ήσαν, μεταξύ άλλων πολλών, πεφωτισμένοι συγγραφείς των οποίων ο θεολογικός λόγος, καίτοι βαθυστόχαστος, δεν παρεξέκλινε επ’ ουδενί από την δογματική Ορθοδοξία των Οικουμενικών Συνόδων. Τούτη η Ορθοδοξία εξεφράζετο και στα «μυστικά» συγγράμματα των μονών Στουδίου και Αγίου Όρους, από γέροντες που είχαν εμπειρία του ορθοδόξου μυστικού βιώματος. Οι βιογραφίες αγίων και τα συναξάρια συγκροτούσαν ένα ακόμη πολύ δημοφιλές λογοτεχνικό είδος, που μεταφραζόταν συχνά σε σλαβικές γλώσσες και στα λατινικά. Η ποίηση συνήθως αφιερούτο στην εξύμνηση του Θείου κι έτσι έτικτε τους στίχους διαφόρων εκκλησιαστικών μελών. Ο θρυλικός Ρωμανός ο Μελωδός (6ος αιών) θεωρείται αναμφισβήτητα ως ο σπουδαιότερος βυζαντινός συνθέτης, ενώ ο Ιωάννης Δαμασκηνός και η μοναχή Κασσιανή ενεπνεύσθησαν εξίσου ωραίες υμνωδίες.

Παρ’ όλα αυτά, η αλήθεια είναι ότι δεν προέκυψαν πολλές πρωτότυπες δημιουργίες από την μεγαλοαστική τάξη των μορφωμένων λογίων. Οι Βυζαντινοί ήσαν άριστοι σκαπανείς της ιστορίας και αρχειοθέτες γνώσεων. Είναι γνωστό ότι μεγάλο μέρος της ελληνορωμαϊκής γραμματείας διεσώθη στα χριστιανικά μοναστήρια χάρη στους ακαταπονήτους ρασοφόρους καλλιγράφους και αντιγραφείς χειρογράφων. Σε αυτό το έργο συνέβαλλαν, ωσαύτως, δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες, όπως αυτές του Αρέθα και του Βησσαρίωνος εκ Τραπεζούντος. Ο Αρέθας μάλιστα, ως λόγιος επίσκοπος, με τον κώδικα που συνέγραψε, διέσωσε από την λήθη πολλά αρχαία κείμενα, διανθισμένα με προσωπικούς του σχολιασμούς [1965]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακολούθησε τα χνάρια του μεγάλου δασκάλου του, του πατριάρχου Φωτίου, ο οποίος τον 9ο αιώνα είχε συγγράψει, μεταξύ πολλών έργων, το μεγάλο λεξικό της «Λέξεων Συναγωγῆς», 263 επιστολές και την «Μυριόβιβλο» ή «Βιβλιοθήκη», μία εμβληματική ανθολογία 280 αρχαίων και χριστιανών συγγραφέων εμπλουτισμένη με οξυδερκέστατες αναλύσεις του [1966]. Οι Βυζαντινοί παρέμεναν αξεπέραστοι στις επιτομές, τα σχόλια και τις σχολαστικές διορθώσεις. Σε ορισμένες -όχι τόσο συχνές- περιστάσεις, υπερέβαιναν και τα όρια της αδικαιολόγητης γραφικότητος, όπως επί παραδείγματι στην περίπτωση του Κομητά τον 10ο αιώνα, ο οποίος απεπειράθη να «διορθώσει» γραμματικά τον Όμηρο, προσθέτοντας και νέα στίξη στους στίχους του [1967].

Οι πρωτότυπες εμπνεύσεις, ο αυθορμητισμός, η φρεσκάδα και η συνεκτικότητα δεν ήσαν αυτοσκοπός για τους βυζαντινούς συγγραφείς, ενίοτε δεν συμπεριελαμβάνοντο καν στις προτεραιότητές των. Σε αυτό το σημείο, η βυζαντινή φιλολογία ομοιάζει με την ταυτόχρονή της δυτική ως προς κάποια προνεωτερικά, ανορθολογικά και, μυθικά θα λέγαμε, στοιχεία. Οι πρωτότυποι στοχαστές σπάνιζαν, εν αντιθέσει προς τους ευσεβείς συντηρητές, σχολιαστές και μεταλαμπαδευτές αυθεντιών, οι οποίοι μέστωναν τα μοναστήρια και τα πρώιμα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Το αναγνωστικό κοινό της εποχής δύσκολα παραδιδόταν στο άγχος της προόδου ή στην θύελλα κάποιας αλληλοδιάδοχης μόδας. Δεν επιζητούσε άνευ όρων ανακαινίσεις, καθότι προτιμούσε την ασφάλεια καθολικά και διαχρονικά παραδεδεγμένων αληθειών, μέσα από την Αγία Γραφή, τους εκκλησιαστικούς πατέρες και Έλληνες κλασικούς. Κατά συνέπεια, η παιδεία στηριζόταν πρώτα στην μηχανική αποστήθιση και δευτερευόντως στο κριτικό πνεύμα. Επιπλέον, οι συγγραφείς των μέσων χρόνων δεν διεκδικούσαν προσωπική αναγνώριση για τα πονήματά τους, εφόσον η όποια καθολικώς αποδεκτή ορθότητα αυτών εξαρτιόταν από την συνάφειά τους με αλήθειες ήδη παραδεδομένες σε παρελθόντα χρόνο [1968]. Η δόξα ανήκει στον Κύριο που επέτρεψε την αποκάλυψη των αληθειών. Επομένως, δεν υφίστατο η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας εμπορικού χαρακτήρος, όπως την γνωρίζουμε στην νεωτερικότητα.

Πολλά προνεωτερικά χειρόγραφα αποτελούσαν συμπιλήματα τετριμμένων ρήσεων και παραγράφων, που ενεστάλαζαν «διαχρονικές αλήθειες» και αλιεύονταν από γνωστότερα κείμενα. Οι συγγραφείς ενδέχεται να μην υπέγραφαν τα συρραμμένα κείμενά των ή, εν είδει προβλητικής ταυτίσεως του λογισμού των με κάποιον προγενέστερο, χρησιμοποιούσαν το αναγνωρίσιμο όνομα εκείνου ως ψευδώνυμο, ικανό να τονίσει την αυθεντία που αυτά περικλείουν (όπως π.χ. ο «Ψευδο-Καλλισθένης», ο «Ψευδο-Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης» κ.τ.λ.) [1969]. Οι συγγραφείς, επίσης, δεν ένιωθαν την ανάγκη να πειθαρχούν οπωσδήποτε σε κανόνες ορθολογικής δομής και συνεκτικότητος νοημάτων. Εάν η διανοητική κατανόηση δεν είχε προκηρυχθεί εξαρχής ως στόχος, τότε τινές «μυστικιστές» συγγραφείς ησθάνοντο ελεύθεροι να συμπλέκουν φυσικά με υπερφυσικά και μυθικά στοιχεία. Ένεκεν τοιαύτης διαδικασίας «αντιγραφής και επικολλήσεως», η αρχική προέλευση ενίων ανακυκλουμένων αποσπασμάτων παραμένει ανεξακρίβωτη. Ολίγους μήνες πριν την Άλωση, όταν ο Γεννάδιος Σχολάριος εκλήθη να συντάξει μία απάντηση στις αιτιάσεις των ανθενωτικών, θυροκόλλησε στην πόρτα του κελιού του ένα κείμενο που κατέληγε με την φράση: «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας» [1970]. Η φράση αυτή ελήφθη αυτούσια από λόγο του προγενεστέρου ανθενωτικού Ιωσήφ Βρυεννίου [1971], η οποία, αν και στα μάτια μας σημαίνει λογοκλοπή, κατά πάσα πιθανότητα προκάλεσε ένα λυτρωτικό déjà vu στους ανησύχους ανθενωτικούς.

Στην νεωτερικότητα, ένας αυστηρός κριτής θα θεωρούσε επιεικώς αδιαφόρους τοιούτους φιλολογικούς «βυζαντινισμούς», που αφενός υπόκεινται σε κουραστικούς τυπικισμούς ως προς την μορφή του λόγου (γραμματική, συντακτική) και αφετέρου υστερούν σε πρωτοτυπία. Τούτος ο τυπικισμός μάλλον απέπνεε διαχρονικά κούραση. Η βυζαντινή λογιοσύνη δεν προήγαγε μόνον τον παιδαγωγικό κλασικισμό, αλλά και τον γλωσσικό. Σπανίζουν οι πηγές που εγράφησαν στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής, που μορφολογικά πρέπει να ευρισκόταν μεταξύ της δημοτικής νεοελληνικής και της κοινής ελληνιστικής, ενσωματώνοντας πιθανώς και γλωσσικά δάνεια [1835]. Στις περισσότερες περιόδους, οι λόγιοι συνηγωνίζοντο μεταξύ των για το ποίου τα κείμενα θα ήσαν πλησιέστερα στην αττική γλώσσα του Θουκυδίδου [1836], με ελάχιστες εξαιρέσεις (βλ. Θεοφάνη τον Ομολογητή). Αυτή η τάση «καθαρευούσης» συνόδευσε τα κείμενα των Ελλήνων λογοτεχνών έως -κατά προσέγγιση- τις αρχές του 20ου αιώνος.

Ωστόσο, υπήρξαν λογοτεχνικά έργα στην δημώδη γλώσσα και μάλιστα καθ’ όλα πρωτότυπα, διότι η πηγαία τέχνη αναβλύζει μέσα από την λαϊκή ψυχή και όχι από τυπικιστές φιλολόγους σε σαλόνια πλουσίων. Τα δημώδη ποιήματα, έπη και τραγούδια ομοιάζουν με την φιλολογική δραστηριότητα των μέσων χρόνων εις ό,τι αφορά την υπαγωγή τους στην πνευματική κοινοκτημοσύνη του λαού, στην κοινοτική -και όχι ατομική- παράδοση ενός τόπου (επαρχιακού πολίσματος ή χωρίου), του οποίου οι κάτοικοι διετήρουν προσωπικές σχέσεις μεταξύ των. Γι’ αυτόν τον λόγο, η ακριβής προ-έλευσή τους συνήθως χανόταν στο βάθος του χρόνου, δεν είχαν κάποιον επώνυμο εμπνευστή με «πνευματικά δικαιώματα». Ως εκ τούτου, αυτά τα δημώδη έργα μετελαμπαδεύοντο δια της προφορικής παραδόσεως από γενεά σε γενεά, εμπλουτιζόμενα αυθορμήτως από την κοινότητα με διάφορα στοιχεία και ιδέες [1972]. Η αλυσίδα των ανωνύμων συνδημιουργών τους εξετείνετο μέσα στον χρόνο.

Τα δημοφιλέστερα δημώδη ποιήματα, επύλλια και διηγήματα είχαν συνήθως ερωτική, ηρωική ή αλληγορική θεματολογία, έντονα στοιχεία λυρισμού και ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, ενώ ήσαν ευεπίφορα σε πολιτιστικές επιρροές ομόρων λαών (από Άραβες στους μέσους και Φράγκους στους υστέρους βυζαντινούς χρόνους) [1973]. Κάποια από τα κεντρικά θέματα των δημωδών επών ήσαν ο Τρωικός πόλεμος («Διήγησις γεναμένη ἐν Τροίᾳ»), ο Αχιλλέας («Ἀχιλληίς»), ο Θησέας («Θησηίς») και ο Μέγας Αλέξανδρος (βλέπε την μυθιστορία του Ψευδοκαλλισθένη, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1388 σε 6000 στίχους). Οι ερωτικές μυθιστορίες, όπως π.χ. το έργο «Καλλίμαχος καὶ Χρυσορρόη» (14ος αιών), γνώρισαν άνθηση στο φραγκικών επιρροών ύστερο Βυζάντιο. Δεν εξέλιπαν και τα ηθικοπλαστικά ποιήματα που ανεδείκνυαν υποδειγματικές στάσεις και συμπεριφορές, όπως ο «Σπανέας» (12ος αιών), καθώς και τα σατιρικά ποιήματα, όπως το «Συναξάριον τοῦ τιμημένου γαϊδάρου» (15ος αιών), ο «Πωρικολόγος» (12ος αιών) και ο «Ὀψαρολόγος» (15ος αιών), που διακωμωδούσαν τα αριστοκρατικά εθιμοτυπικά και τα κακώς κείμενα της κοινωνίας [1974]. Οι αναφερόμενες χρονολογήσεις είναι απλώς ενδεικτικές της πρώτης καταγραφής των στιχουργημάτων, καθότι δεν αποκλείεται να προϋπήρχαν αρκετά πρωιμότερες παραλλαγές των.

Το διασημότερο και καλλίτερα μελετημένο έπος της βυζαντινής λογοτεχνίας είναι αναμφίβολα ο «Διγενής Ακρίτης», το οποίο ξεχωρίζει για την δραματικότητα, την λαμπρότητα των περιγραφών και την ψυχολογική σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών του. Ο Runciman, συγκρίνοντάς το με αντίστοιχα έπη της Δύσεως, το χαρακτήρισε ως το εξοχότερο «chanson de geste» που γράφηκε ποτέ [1975]. Το έπος τούτο εγκαινίασε την λογοτεχνική κατηγορία των «ακριτικών» τραγουδιών, που εξυμνούσαν φανταστικές περιπέτειες και κατορθώματα των συνοριακών αμυντόρων της αυτοκρατορίας ή ακόμη και του ίδιου του Βασιλείου Ακρίτη. Η θεματική αυτού του έπους εμφανίσθηκε για πρώτη φορά πιθανότατα τον 9ο ή 10ο αιώνα, αλλά σταδιακά διανθίστηκε από πολλές γενεές σε πολλές ελληνόφωνες περιοχές, με αποτέλεσμα να προκύψουν διάφορες διασκευές και παραλλαγές, οι οποίες καταγράφονται από τον 12ο-13ο αιώνα [1976]. Ο πρωταγωνιστής, «Βασίλειος Διγενής Ακρίτης», ήταν υιός μιας βυζαντινής αρχοντοπούλας κι ενός Σύρου εμίρη που εκχριστιανίσθηκε. Ο ρωμαλαίος Βασίλειος φανέρωσε από νωρίς την δύναμή του και στα δώδεκά του φόνευσε δυο αρκούδες κι έναν λέοντα. Στη ζωή του πολέμησε ένδοξα με ισλαμιστές επιδρομείς μα και με πλάσματα μυθικά, με δράκους, λεοντάρια κι αμαζόνες.

Βιβλιογραφία

1776. Ἄννης Κομνηνῆς Ἀλεξιάς, Lib. XV.7 P.485, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae 3, Comnena Vol. II (ed. B.G. Niebuhrii), Impensis ed. Weberi, Βόννη 1878, σ.349.

1835. Στον 20ο αιώνα, ο εμβριθής μελετητής της κοινής ελληνιστικής και της Καινής Διαθήκης, Archibald Thomas Robertson, δήλωσε ότι η νεοελληνική γλώσσα είναι σε όλα τα βασικά σημεία της ίδια με τα βυζαντινά ελληνικά του 1000 μ.Χ: «The modern Greek is in all essential points the same as the Byzantine Greek of 1000 A.D.», βλέπε: A.T. Robertson, “Grammar of the Greek New Testament in the Light of Historical Research”, George H. Doran Company 1914, σ.24.
1836. Gregory Nagy, “Greek Literature in the Byzantine Period: Greek Litera-ture”, Routledge 2014, σ.117.
1953. Edward Edwards, “Libraries and Founders of Libraries”, Trübner and Company 1864, σ.19.
1954. Διαμαντής Κούτουλας, “Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη: τοπογραφική ανασύνθεση”, εκδ. Χιωτέλλη 2000, σ.97.
1955. Virginia Trimble, Thomas Williams, Katherine Bracher, Richard Jarrell, Jordan Marché, Jamil Ragep, “Biographical Encyclopedia of Astronomers”, Springer Science & Business Media 2007, σ.229.
1956. Steven Runciman, “Byzantine Civilization” (Βυζαντινός Πολιτισμός), εκδό-σεις Γαλαξίας-Ερμείας 1993 (μτφρ. Δ.Δετζωρτζή), σ.251.
1957. Jennifer Lawler, “Encyclopedia of the Byzantine Empire”, McFarland 2015, σ.118.
1958. Deno John Geanakoplos, “Byzantium: Church, Society, and Civilization Seen Through Contemporary Eyes”, University of Chicago Press 1984, σ.401.
1959. Elizabeth Jeffreys, “Rhetoric in Byzantium: Papers from the Thirty-fifth Spring Symposium of Byzantine Studies, Exeter College, University of Oxford, March 2001”, Routledge 2017, σ.41.
1960. Roland Betancourt, “Sight, Touch, and Imagination in Byzantium”, Cam-bridge University Press 2018, σ.9.
1961. Charles Diehl, “Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας” Τόμ. Γ΄ (μτφρ. Ε.Ταμπάκη), εκδ. Ηλιάδη 2011, σ.455-456.
1962. Μυρτώ Βεΐκου, “Byzantine Epirus: A Topography of Transformation. Set-tlements of the Seventh-Twelfth Centuries in Southern Epirus and Aetoloacarnania, Greece”, BRILL 2012, σ.342-343.
1963. Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, “Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών”, εκδ. Βάνιας 1988, σ.15.
1964. Αλέξης Σαββίδης, “Τα χρόνια σχηματοποίησης του Βυζαντίου, 284-518 μ.Χ.”, εκδ. Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος 1983, σ.64.
1965. Σωκράτης Κουγέας, “Ὁ Καισαρείας Ἀρέθας καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ: συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορία τῆς πρώτης αναγεννήσεως τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ἐν Βυζαντίῳ”, Βιβλιοπωλεῖον Ἐλευθερουδάκη & Μπάρτ 1913, σ.98-108.
1966. Bruce Merry, “Encyclopedia of Modern Greek Literature”, Greenwood Pub-lishing Group 2004, σ.331.
1967. Paul Lemerle, “Byzantine Humanism: The First Phase: Notes and Remarks on Education and Culture in Byzantium from its Origins to the 10th Century”, BRILL 1986, σ.191-192.
1968. Ιωάννης Σαρρής, “Η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας ανά τους αιώνες”, ResPublica.gr 25/07/2021, https://www.respublica.gr/2021/07/post/intellectual-property/ [ανεκτήθη τον Μάρτιο του 2022].
1969. Αναφορικά με την συγγραφική ανωνυμία και την αδιαφορία του μεσαιωνικού κόσμου για την ταυτότητα του δημιουργού, βλέπε: Robert Griffin, “Anonymity and Authorship”, New Literary History Vol. 30 No. 4, The Johns Hopkins University Press 1999, σ.877-895.
1970. Ἀρχιμ. Ἀνδρόνικος Δημητρακόπουλος, “Ἱστορία τοῦ Σχίσματος τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς”, Τύποις Ὄ. Βιγάνδου, Λειψία 1867, σ.164.
1971. Ἰωσὴφ Μοναχοῦ τοῦ Βρυεννίου, Μελέτη περὶ τῆς τῶν Κυπρίων πρὸς τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μελετηθείσης ἑνώσεως (Β΄:4), “Τὰ εὑρεθέντα” Τόμ. Β΄, Τυπογραφία Βρεϊτκόπφ, Λειψία 1768, σ.23.
1972. Τίνα Λεντάρη, “The beginnings of greek vernacular literature”, Greece: books and writers, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, Υπουργείο Πολιτισμού 2001, σ.18-21.
1973. Karl Krumbacher, “Byzantinische Zeitschrift”, BG Teubner Verlag 2007, σ.204.
1974. Καρλ Κρουμβάχερ, “Ἱστορία τῆς Βυζαντηνῆς λογοτεχνίας” Τόμ. Β΄ (μτφρ. Γ. Σωτηριάδης), Ἐν Ἀθήναις Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου 1900, σ.703-737.
1975. Steven Runciman, “Byzantine Civilization” (Βυζαντινός Πολιτισμός), εκδόσεις Γαλαξίας-Ερμείας 1993 (μτφρ. Δ.Δετζωρτζή), σ.284.
1976. Christopher Fee, “Mythology in the Middle Ages: Heroic Tales of Monsters, Magic, and Might”, ABC-CLIO 2011, σ.100.
Από το βιβλίο του Ι.Δ. Σαρρή «ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ: Ιστορία, Ταυτότητα, Πολιτισμός», εκδ. Ζήτρος 2022, σελ.347-353.

Πηγή: Φιλαλήθεια: Παιδεία και Γραμματεία στο Βυζάντιο

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

«Τά θεμελιώδη λάθη κατά τήν συγκρότηση τοῦ νεοελληνικοῦ κράτους.» Οὐχ ἑάλω #8. – YouTube

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

Έκτακτο Παράρτημα: Έχουμε και εμείς »Γαλάζιες Πατρίδες»

 …και δεν τις ξεχνάμε…

Πηγή: Έκτακτο Παράρτημα: Έχουμε και εμείς »Γαλάζιες Πατρίδες»

Σχολιάστε

Filed under ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ

«Νίκας τοῖς βασιλεῦσι;» ἢ «νίκας τοῖς εὐσεβέσι;» Οὐχ ἑάλω #5 – YouTube

Σχολιάστε

Filed under ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΑ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

«Ἐξισλαμισμοί καί ρωμαίικο.» Οὐχ ἑάλω#4 – YouTube

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

«Φράγκοι καί Ρωμανία.» Ουκ εάλω #2. – YouTube

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

«Βυζάντιο ἢ Ρωμανία;» (Byzantium vs Romania). Ουκ εάλω #1. – YouTube

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Όλα τα άρθρα για τη Βυζαντινή στρατηγική και τακτική – Βυζάντιο – Cognoscopedia – Cognosco Team

Όλα τα άρθρα για τη Βυζαντινή στρατηγική και τακτική – Βυζάντιο – Cognoscopedia

ΒΙΝΤΕΟ COGNOSCO TEAM

ΒΙΝΤΕΟ – Γεωγραφία και Γεωπολιτική του Βυζαντίου

Σειρά άρθρων Cognosco Blog (Μάριος Νοβακόπουλος)

Εισαγωγή στη Βυζαντινή στρατηγική: Η αλεπού και το λιοντάρι

Τεχνάσματα και στρατηγήματα: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Α’)

Παράλυσε τους εχθρούς σου: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Β’)

Μάθε να προσαρμόζεσαι: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Γ’)

Πρόσεχε τους συμμάχους σου: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Δ’)

Οι ιδιότητες του καλού στρατηγού: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου (Μέρος Ε’)

ΔΩΡΕΑΝ e-book: Η Βυζαντινή Τέχνη του Πολέμου – Μάριος Νοβακόπουλος

Λοιπή αρθρογραφία

Το Βυζαντινό μέλλον των ΗΠΑ και ο 21ος αιώνας: Μια ανάλυση γεωπολιτικής και στρατηγικής

Βιβλιοκριτική: Η Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική κατά την Μέση Εποχή, του Χαράλαμπου Παπασωτηρίου

Η δύναμη και η παρακμή του Βυζαντινού Ναυτικού

Το ναυτικό του Μανουήλ Κομνηνού: Η αναλαμπή και το τέλος της Βυζαντινής θαλασσοκρατίας

Τακτικές του Βυζαντινού στρατού ενάντια στους νομάδες και τους Σλάβους

Ο στρατός των Ισαύρων: Η ασπίδα της αυτοκρατορίας στην Αραβική εξάπλωση

Ο Βυζαντινός στρατός της δυναστείας των Κομνηνών: το ξίφος του αυτοκράτορα

Η Άλωση μπορούσε να αποτραπεί: Ο Βυζαντινός στρατός το 1204

Αλλού στο διαδίκτυο

Από τα βυζαντινά λάθη στη βυζαντινή στρατηγική, Ν. Λυγερός

Βυζαντινή Στρατηγική Εξισορροπήσεων (6ος-10ος Αιώνας Μ.Χ.)

Βυζαντινή Στρατηγική : Διδάγματα για το σήμερα

Βυζαντινή στρατηγική: η υψηλότερη του κόσμου

Η υψηλή στρατηγική του Βυζαντίου

Νέστωρ Κουράκης, «Συμβολή στην μελέτη των πηγών του έργου «Τακτικά» Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού και του τρόπου προσέγγισης από αυτό των θρησκευτικών ζητημάτων

Τα στρατιωτικά βυζαντινά εγχειρίδια ως πηγή πολιτιστικών στοιχείων και αντιλήψεων, Το Στρατηγικόν του Μαυρικίου και τα Τακτικά του Λέοντος του Σοφού

Byzantine battle tactics (Wikipedia)

Byzantine military manuals (Wikipedia)

Strategikon of maurice (Wikipedia)

Tactica of Emperor Leo VI the Wise (Wikipedia)

De velitatione bellica (Wikipedia)

Praecepta Militaria (Wikipedia)

Βιβλία

Παπασωτηρίου Χαράλαμπος, Βυζαντινή υψηλή στρατηγική, 6ος-11ος αιώνας

Luttwak Edward, Η υψηλή στρατηγική της Βυζαντινής αυτοκρατορίας

Κουράκης Νέστωρ, Διαχρονικές αρχές βυζαντινής στρατηγικής και τακτικής. Με έμφαση στο έργο Τακτικά του Λέοντος Στ΄ του Σοφού

Πηγή: Όλα τα άρθρα για τη Βυζαντινή στρατηγική και τακτική – Βυζάντιο – Cognoscopedia – Cognosco Team

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Πανδιδακτήριο, η ανωτάτη σχολή Κωνσταντινούπολης

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

Λέων ο μαθηματικός – Βυζαντινός επιστήμονας και εφευρέτης

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

Μία αυτοκρατορία των μηχανών: Φυσική και τεχνολογία στο Βυζάντιο – Cognosco Team

Ελάχιστοι τομείς που σήμερα εμπίπτουν στην επιστήμη της Φυσικής καλλιεργήθηκαν από τους λόγιους της Ύστερης Αρχαιότητας και του Βυζαντίου. Η αυτονόμηση των επιστημών, άλλωστε, είναι φαινόμενο που σπάνια απαντά πριν από τον Διαφωτισμό. Οι περισσότεροι από τους τομείς που σήμερα θεραπεύονται από τη Φυσική εντάσσονταν στις επιστήμες των Μαθηματικών ή της Μηχανικής κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.

Οι «μηχανοποιοί» της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις και ο Ισίδωρος από τη Μίλητο, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα επιστημόνων που καλλιέργησαν και ορισμένους τομείς της Φυσικής. Ο Ανθέμιος, γόνος μεγάλης οικογένειας λογίων, σπούδασε στην Αλεξάνδρεια κοντά στον φιλόσοφο, ρήτορα και αστρονόμο Αμμώνιο. Οι σύγχρονοί του, Προκόπιος , Αγαθίας Σχολαστικός και Παύλος Σιλεντιάριος, επαίνεσαν τις επιδόσεις του στα μαθηματικά και τη μηχανική. Αναφέρεται ότι υπομνημάτισε το έργο παλαιότερων μαθηματικών, όπως ο Νικόμαχος από τα Γέρασα, και ανέπτυξε τη θεωρία των ελλείψεων με βάση τον Αρχιμήδη και τον Απολλώνιο. Στο έργο του Περί παραβολής ανέλυσε την κατασκευή της παραβολής, ενώ μεγάλη θεωρείται η προσφορά του στην ανάπτυξη της θεωρίας για τις τομές των κώνων. Η πραγματεία του Περί παραδόξων μηχανημάτων αναπτύσσει τη θεωρία του για τα κοίλα κάτοπτρα και, συγκεκριμένα, για το πώς μέσω ενός κοίλου κατόπτρου οι ηλιακές ακτίνες είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν σε ένα σημείο ανεξαρτήτως εποχής και ώρας. Ο Αγαθίας αναφέρει ένα περιστατικό από τη ζωή του Ανθεμίου στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο αποκαλύπτει την εφευρετικότητα και την επιτηδειότητά του στην εφαρμογή της υδραυλικής. Συγκεκριμένα, ο γείτονάς του, ο ρήτορας Ζήνωνας, έκτισε όροφο στο σπίτι του, που έκρυβε το φως από την ισόγεια οικία του Ανθέμιου, ο οποίος τον εκδικήθηκε γι’ αυτό, κατασκευάζοντας έναν μηχανισμό με λέβητες και σωλήνες που προκάλεσαν μέσω της θέρμανσης του νερού και του ατμού τεχνητό σεισμό, έκρηξη και βλάβες στην προσθήκη του γείτονα. Από την άλλη πλευρά, ο Ισίδωρος από τη Μίλητο ήταν εξίσου καλός μαθηματικός: μερίμνησε να εκδοθούν τα συγγράμματα του Αρχιμήδη, ενώ ένας μαθητής του, ίσως ο μηχανικός και αστρονόμος Λεόντιος, διέσωσε το δέκατο πέμπτο βιβλίου των Στοιχείων του Ευκλείδη. Επίσης, ο ίδιος ο Ισίδωρος υπομνημάτισε και το (χαμένο σήμερα) έργο του Ήρωνος Καμαρικά, αποδεικνύοντας το ενδιαφέρον του ως μηχανικού για την κατασκευή θόλων. Επομένως, ο ναός της Αγίας Σοφίας αποτέλεσε εγχείρημα τολμηρό που ενείχε και το χαρακτήρα του πειράματος, αν και στην Ύστερη Αρχαιότητα και τη μετέπειτα Βυζαντινή περίοδο η έννοια του πειράματος και της πειραματικής γνώσης ήταν παντελώς άγνωστα.

Στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο η Φυσική θεραπευόταν ως συμπλήρωμα της σπουδής των Μαθηματικών και των φυσιογνωστικών μαθημάτων της τετρακτύος (quadrivium). Στο έργο του Μιχαήλ Ψελλού που επιγράφεται Διδασκαλία Παντοδαπή ορισμένες ερωταποκρίσεις αφορούν σε θέματα θερμότητας και θερμοδυναμικής, ενώ σε ζητήματα ερμηνείας φυσικών ή μετεωρολογικών φαινομένων η πραγμάτευση βασίζεται σε έργα αρχαίων φιλοσόφων, όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, αλλά και των Νεοπλατωνικών. Στο εγχειρίδιο του Νικηφόρου Βλεμμύδη, Περί φυσικής, που γράφηκε για τους μαθητές της σχολής που είχε ιδρύσει στη μονή του Όντος Θεού κοντά στην Έφεσο στα χρόνια γύρω στο 1260, ακολουθήθηκε το περιεχόμενο και η διάρθρωση της αριστοτελικής φυσικής (Φυσική, Περί γενέσεως και φθοράς, Περί ουρανού, Μετεωρολογικά), αλλά η πραγμάτευση βασίστηκε σε παλαιότερα έργα, κυρίως των Νεοπλατωνικών.

Μηχανολογία

Κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας, όσοι καταπιάνονταν με την επίλυση μηχανικών προβλημάτων ήταν κατά κανόνα και οι ίδιοι κατασκευαστές εργαλείων, δούλοι ή χειρώνακτες. Με αυτό ως δεδομένο, μπορούμε να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους η ανάπτυξη της τεχνικής θεραπεύθηκε από λίγους, ενώ ακόμη πιο λίγοι ήταν όσοι συνέγραψαν κείμενα για τα επιτεύγματά τους. Επίσης, οι μηχανές που κατασκευάζονταν, έμεναν πάντοτε σε πειραματικό στάδιο, δεν κατατίθεντο προτάσεις βελτίωσής τους, καθώς δεν υπήρχε επιστημονικός διάλογος, ενώ η μαζική παραγωγή ήταν αδιανόητη. Έτσι, εφόσον οι μηχανικοί ήταν λίγοι, οι μηχανολόγοι λιγότεροι και οι χρηματοδότες των μηχανολογικών ερευνών ελάχιστοι, δεν υπήρξε ουσιαστική εξέλιξη στην τεχνολογία. Ο Πάππος από την Αλεξάνδρεια που αποθησαύρισε την αρχαία γνώση της μηχανικής στο έργο του Συναγωγαί ήταν εξαίρεση. Στο έργο του αυτό απαρίθμησε τις κατασκευές ονομαστών μηχανοποιών του παρελθόντος, που αποτέλεσαν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, σταθμούς στην ιστορία της μηχανικής: μοχλοί, καταπέλτες, μηχανές ανύψωσης νερού, «αυτόματα», ηλιακά και υδραυλικά ωρολόγια, σφαίρες με τα ουράνια σώματα που ενεργοποιούνταν από υδραυλικά συστήματα. Ειδικά στην περίπτωση των «αυτομάτων», όλοι όσοι χρειάζονταν την περιγραφή κατασκευών που λειτουργούσαν με υδραυλικά συστήματα ρευστών (νερού ή αέρα) ανέτρεχαν στο έργο του Ήρωνα του Αλεξανδρέα.

Οι μηχανικοί της Ύστερης Αρχαιότητας και του Βυζαντίου δεν διαφύλαξαν μόνο την παλαιά γνώση, αλλά και την ανέπτυξαν με το μέτρο του δυνατού υπό τις δεδομένες συνθήκες. Πράγματι, η εγκωμιαστική περιγραφή (έκφραση) του τριώροφου ωρολογίου που δέσποζε στην αγορά της Γάζας από τον ρήτορα Προκόπιο, αποτυπώνει στο γραπτό λόγο το διάκοσμό του, αφήνοντάς μας να εννοήσουμε τον πολύπλοκο εσωτερικό μηχανισμό του στα πρώτα χρόνια του 6ου αιώνα: οι ώρες σήμαιναν με σαλπίσματα και χτυπήματα του αγάλματος του Περσέα πάνω στην κεφαλή της Μέδουσας· τότε, στον ψηλότερο όροφο, ο θεός Ήλιος πάνω στο άρμα του έδειχνε με το δάκτυλό του μια από τις συνολικά δώδεκα θύρες, που άνοιγε και φανερωνόταν ένα γλυπτικό σύμπλεγμα που απεικόνιζε έναν από τους δώδεκα άθλους του Ηρακλή· στη βάση του ρολογιού, τέλος, εικονίζονταν ο Πάνας και σάτυροι μαζί με νύμφες. Επίσης, ο αστρονόμος και μηχανικός Λεόντιος, στο έργο του Περί κατασκευής Αρατείου Σφαίρας, δίνει οδηγίες για την κατασκευή της σφαίρας της γης και για την χάραξη πάνω σ’ αυτήν των γραμμών του ισημερινού, των τροπικών και της πορείας των δώδεκα ζωδίων, σύμφωνα με την εξύμνηση των αστερισμών στο γνωστό ποίημα Φαινόμενα και Διοσημεία του μεγάλου ποιητή των Ελληνιστικών χρόνων Αράτου από τους Σόλους, διορθώνοντας μάλιστα και ορισμένα λάθη του. Τέλος, οι περιγραφές του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και του Λιουτπράνδου, μετέπειτα επισκόπου Κρεμόνας, για τον θρόνο του αυτοκράτορα στο παλάτι της Μαγναύρας που ανυψωνόταν ως την κορυφή της αίθουσας ενόσω οι ξένοι επισκέπτες τον προσκυνούσαν με το πρόσωπο κολλημένο στο δάπεδο, ενώ ταυτόχρονα όργανα έπαιζαν μουσική, μεταλλικά λιοντάρια άνοιγαν το στόμα τους και έβγαζαν βρυχηθμούς και πουλιά σε ασημένια δέντρα κελαηδούσαν πάνω από το θρόνο. Όλα αυτά τα θαυμαστά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εφαρμογές των αρχών που πρώτος ο Ήρων είχε περιγράψει. Τα δύο πρώτα έργα φανερώνουν ότι, μέχρι και τον 7ο αιώνα τουλάχιστον, η μηχανολογική γνώση ήταν κτήμα ομάδας λογίων που βρίσκονταν τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις επαρχίες και κοινοποιούσαν στο ευρύ κοινό επιτεύγματα άξια λόγου, όπως η μηχανική σφαίρα και το ωρολόγιο της Γάζας. Η μηχανική ανύψωση του θρόνου του αυτοκράτορα ή η λειτουργία μιας χάλκινης συσκευής με σωλήνες που μετέφεραν ζεστό νερό και μετέδιδαν θερμότητα, όπως τα σημερινά καλοριφέρ, μέσα στο λουτρό που έκτισε ο Διγενής Ακρίτας, σύμφωνα με το γνωστό ομότιτλο έπος, δείχνουν ότι οι μηχανικοί από τον 9ο αιώνα και εξής εργάζονταν αποκλειστικά για τον αυτοκράτορα και το παλάτι.

Οι Βυζαντινοί γεωμέτρες γνώριζαν τη χρήση της διόπτρας: ο Ήρωνας από την Αλεξάνδρεια (τοπογράφος του 7ου ή του 8ου αιώνα, που ορισμένοι τον ταυτίζουν με τον Ήρωνα τον Νεότερο) συνέγραψε έργο για την επίλυση πρακτικών προβλημάτων καθορισμού αποστάσεων μεταξύ σημείων και καθορισμού επιφανειών με το συγκεκριμένο όργανο που θεωρείται πρόγονος του σημερινού θεοδόλιχου. Ο αστρολάβος, που χρησιμοποιόταν ευρέως στην αστρονομία, για την εύρεση του αζιμούθιου και τον υπολογισμό των αποστάσεων μεταξύ των ουρανίων σωμάτων, κέντρισε το ενδιαφέρον σημαντικών λογίων, όπως του Ιωάννη Φιλόπονου, του Νικηφόρου Γρηγορά και του Ισαάκ Αργυρού, που έγραψαν σχετικές ομότιτλες πραγματείες. (Ο μοναδικός βυζαντινός αστρολάβος που έχει σωθεί ως σήμερα φυλάσσεται στο μουσείο της Brescia και χρονολογείται με επιγραφή το 1062.) Τέλος, στην τεχνολογία των εργαλείων περιλαμβάνονται τα πολυάριθμα ιατρικά εργαλεία, τα περισσότερα από τα οποία μνημονεύει ο Ορειβάσιος, τα φορητά ηλιακά ωρολόγια, τα μέτρα και τα σταθμά, και τα σκεύη που αναφέρουν οι αλχημιστές.

EXPLORING BYZANTIUM

Πηγή: Μία αυτοκρατορία των μηχανών: Φυσική και τεχνολογία στο Βυζάντιο – Cognosco Team

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

Κατάφρακτοι: Οι επίλεκτοι πολεμιστές του Βυζαντίου | Αντίβαρο

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
Διεθνολόγος

Αντίθετα με την κλασσική αρχαιότητα της Μεσογείου, όπου κυριαρχούσε η ελληνική οπλιτική φάλαγγα και η ρωμαϊκή λεγεώνα, ο Μεσαίωνας είχε την άνοδο και καθιέρωση του βαρέως ιππικού ως το ισχυρότερο όργανο πολέμου και το καμάρι κάθε στρατιωτικής δύναμης.  Στην συλλογική φαντασία μέχρι σήμερα ξεχωρίζουν οι τρομεροί ιππότες της φεουδαλικής Δύσεως, οι οποίοι για αιώνες αποτελούσαν τους ισχυρότερους μαχητές του Παλαιού κόσμου.

Με τη σειρά του, συνεχίζοντας την ρωμαϊκή κληρονομιά και αφομοιώνοντας τις εμπειρίες και τακτικές των γύρω λαών, το Βυζάντιο παρέτασσε στο πεδίο της μάχης τον δικό του βαριά εξοπλισμένο έφιππο πολεμιστή, τον κατάφρακτο.

Το βαριά θωρακισμένο ιππικό εμφανίζεται κατά την αρχαιότητα ανάμεσα στις νομαδικές φυλές της Ευρασιατικής στέπας, ενώ από τους εγκατεστημένους λαούς πρώτοι θα το υιοθετήσουν οι Πέρσες.  Οι κατάφρακτοι ιππείς ανήκαν συνήθως στην αριστοκρατία, έφεραν μεταλλική θωράκιση εκείνοι και τα άλογα τους.  Ανάλογες μονάδες ανέπτυξαν τα ελληνιστικά βασίλεια και οι Ρωμαίοι, αναγνωρίζοντας την σημασία τους στο πεδίο της μάχης.  Οι ρωμαϊκές ομάδες ονομάζονταν κλιβανάριοι, από το κλιβάνιον, τον βασικό θώρακα που κάλυπτε τον κορμό του πολεμιστή.

Η συντήρηση τέτοιων δυνάμεων όμως ήταν πάρα πολύ ακριβή, ενώ λόγω της θωρακίσεως τους ήταν σχετικά αργοί και δυσκίνητοι.  Όταν λοιπόν η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να συρρικνώνεται από τις επιθέσεις των Αράβων, των Βουλγάρων και των Σλάβων, τα παλαιά σώματα των κλιβαναρίων διαλύθηκαν, δίνοντας στην θέση τους σε ένα πιο ευέλικτο και πολλαπλής χρήσεως σώμα καταφράκτων.  Εκεί που οι παλιοί κατάφρακτοι λειτουργούσαν ως δύναμη κρούσης, οι νέοι έπρεπε να χειρίζονται με την ίδια επιδεξιότητα το τόξο και το ακόντιο, ενώ τα άλογα τους ήταν συνήθως αθωράκιστα.  Οι κλιβανάριοι βαρέου τύπου έκαναν μία σύντομη εμφάνιση κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Φωκά, όπου αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος των επιτυχημένων πολέμων κατά των Αράβων.  Ήταν η χρυσή εποχή του αυτοκρατορικού στρατού, με τις εχθρικές δυνάμεις συχνά να διαλύονται από μόνες τους, μόνο στην είδηση πως οι Ρωμαίοι κατάφρακτοι έρχονταν κατά πάνω τους.

Οι κατάφρακτοι ήταν επαγγελματικό σώμα στρατού, ανήκαν δηλαδή στα αυτοκρατορικά τάγματα και όχι στα τοπικά θέματα, τα οποία επάνδρωναν στρατιώτες-αγρότες.  Βασικό τους όπλο ήταν η ιππική λόγχη και το ξίφος, ενώ ιδιαίτερα δημοφιλές ήταν το απελατίκιον, δηλαδή το πολεμικό ρόπαλο.  Η εξαιρετική τους θωράκιση τους προστάτευε από τα βέλη και τους καθιστούσε πολύ επικίνδυνους στη μάχη σώμα με σώμα.  Στη μάχη οι κατάφρακτοι συνιστούσαν την εφεδρεία του στρατηγού, ο οποίος μόλις διέκρινε κάποιο ρήγμα στην αντίπαλη παράταξη τους έριχνε εκεί για να την διαλύσουν και να εξαναγκάσουν τον εχθρό σε άτακτη υποχώρηση.  Για να μη διασπάται η συνοχή του σχηματισμού τους ενώ επιτίθενται, οι κατάφρακτοι κάλπαζαν προς τον εχθρό σε μέτρια ταχύτητα, κάτι που μείωνε όμως τη δύναμη της πρόσκρουσης.

Με την οικονομική και στρατιωτική παρακμή του Βυζαντίου στα τέλη της Μακεδονικής δυναστείας οι κατάφρακτοι αρχίζουν να φθίνουν.  Ακόμη σημαντικότερη εξέλιξη της εποχής ήταν η ανάπτυξη και τελειοποίηση του Δυτικού ιππότη, ο οποίος έκανε την εμφάνιση του στην ανατολή με την κάθοδο των Νορμανδών στην Ιταλία και ύστερα με τις Σταυροφορίες.  Οι Δυτικοί ιππότες είχαν πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με τους καταφράκτους.  Με τις ψηλές σέλες των αλόγων τους ήταν σχεδόν αδύνατον να τους ρίξει κάποιος στο έδαφος, ενώ μπορούσαν να πολεμήσουν όρθιοι πάνω στους αναβολείς τους.  Επιτίθεντο με το δόρυ στερεωμένο στη μασχάλη τους, κάτι που τους επέτρεπε μεγαλύτερη σταθερότητα, ακόμη και όταν έπεφταν στον εχθρό καλπάζοντας σε πλήρη ταχύτητα.  Η ιστορικός Άννα Κομνηνή με τρόμο ανέφερε πως η επέλαση του Δυτικού ιππότη «μπορεί να τρυπήσει τα τείχη της Βαβυλώνας».  Ο Ρωμαϊκός στρατός θα υποστεί πολλές ήττες, ενώ θα καταλήξει στην πρόσληψη πολλών Φράγκων και Νορμανδών ως μισθοφόρων.

Τις τεχνολογικές εξελίξεις ακολούθησε ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός, ο οποίος σαν μεγάλος θαυμαστής των Δυτικών ιπποτών θέλησε να αντιγράψει τις τακτικές τους.  Αυτή η προσαρμογή φαίνεται και από τα έργα τέχνης της εποχής, όπου βλέπουμε για παράδειγμα τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώνει το δράκο όρθιος πάνω στο άλογο του, με τα πόδια τεντωμένα και τα ακροδάκτυλα του να λυγίζουν μπροστά από τον αναβολέα.

Οι νέοι κατάφρακτοι του Μανουήλ αποδείχθηκαν τρομεροί στο πεδίο της μάχης, κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα στον πόλεμο κατά της Ουγγαρίας, όπου σάρωσαν τους Μαγυάρους ιππότες.  Ο Μανουήλ φρόντιζε πολύ για την εκπαίδευση των καταφράκτων του, οργανώνοντας μάλιστα κατά τα δυτικά πρότυπα κονταρομαχίες και άλλους ιππικούς αγώνες, στους οποίους συμμετείχε και ο ίδιος με μεγάλη επιτυχία.

Με την άλωση της Πόλης το 1204 και τις δυσκολίες της εποχής, το σώμα των καταφράκτων παρακμάζει και εν τέλει εκλείπει.  Οι Ρωμαίοι μέχρι τέλους θα συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τον όρο για κάθε βαριά οπλισμένο και θωρακισμένο πολεμιστή, όμως δεν υπήρχαν πια τα χρήματα και οι δυνατότητες των παρελθόντος.  Ο κατάφρακτος ιππέας θα συνεχίσει τον βίο του στις τάξεις των Λατίνων, των Οθωμανών και των Μογγόλων, μέχρι να τον καταστήσει ευάλωτο και απαρχαιωμένο μία νέα εφεύρεση: η πυρίτιδα.

Πηγή: Κατάφρακτοι: Οι επίλεκτοι πολεμιστές του Βυζαντίου | Αντίβαρο

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Τα πραγματικά αίτια του μεγάλου ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ των δύο εκκλησιών, του π. Ιωάννη Ρωμανίδη – Cognosco Team

Η γέννησις του Φραγκικού Πολιτισμού περιγράφεται εις επιστολήν του Αγίου Βονιφατίου προς τον Πάπα της Ρώμης Ζαχαρίαν (natione Graecus) το 1741. Οι Φράγκοι είχον διώ­ξει όλους τους Ρωμαίους επισκόπους από την Εκκλησίαν της Φραγκίας και είχαν διορίσει τον εαυτόν τους ως τους επισκόπους και ηγουμένους της Γαλλίας. Ήρπασαν την περιουσίαν της Εκκλησίας και την εχώρισαν εις τιμάρια, των οποίων την επικαρπίαν διένειμαν ως Φέουδα, συμφώνως προς τον βαθμόν που κετείχε έκαστος εις την πυραμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτοί οι Φράγκοι επίσκοποι δεν είχον Αρχιεπίσκοπον και δεν είχον συνέλθει εις σύνοδον στα 80 χρόνια από τότε που κατέλαβαν την ιεραρχίαν. Συνήρχοντο δια τα εθνικοεκκλησιαστικά θέματα μαζί με τους βασιλείς και λοιπούς οπλαρχηγούς συναδέλφους τους. Κατά τον Άγιον Βονιφάτιον, ήσαν «αδηφάγοι λαϊκοί, μοιχοί καί μέθυσοι κληρικοί, οι οποίοι μάχονται εις τον στρατόν με πλήρη πολεμικήν εξάρτησιν και με τας χείρας των σφάζουν χριστιανούς και ειδωλολάτρας».

Οι Φράγκοι καταδίκασαν τους Ανατολικούς Ρωμαίους ως «αιρετικούς» και «Γραικούς» ήδη το 794 και το 809, δηλαδή 260 χρόνια ενωρίτερα από το λεγόμενο σχίσμα το 1054. Οι Φρά­γκοι είχαν αρχίσει από το 794 να αποκαλούν τους ελευθέρους Ρωμαίους με τα ονόματα «Γραικοί» και «αιρετικοί» με σκοπό οι υπόδουλοι Δυτικοί Ρωμαίοι να ξεχάσουν βαδμηδόν τους συναδέλ­φους τους εις την Ανατολήν.

Οι Φράγκοι διήρεσαν συγχρόνως τους Ρωμαίους Πατέρες σε λεγομένους Λατίνους και Γραικούς και εταύτισαν τον εαυτόν τους με τους λεγομένους Λατίνους Πατέρες. Έτσι εδημιούργησαν την ψευδαίσδησιν ότι η Φραγκο-Λατινική τους παράδοσις είναι ένα συνεχόμενον μέρος της παραδόσεως των Λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων. Γενόμενοι οι Δυτικοί Ρωμαίοι δουλοπάροικοι του Φραγκο-Λατινικού Φεουδαλισμού έπαυσαν να παράγουν επισκόπους και ηγουμένους και ολίγους γνωστούς αγίους.

Κατά την διάρκειαν των ετών 1009 με 1046 οι Φραγκο-Λατίνοι αυτοκράτορες της Φραγκίας ίδρυσαν τον σημερινό Παπισμό σε δύο στάδια. πρώτα εγκατέστησαν δια πρώτη φορά αιρετικούς Ρωμαίους πάπες της Ρώμης. Δηλαδή οι εν λόγω πάπες απέκτη­σαν τους θρόνους τους υπό τον όρον ότι αποδέχονται την προσθήκην του Filioque στο Σύμβολον της Πίστεως. Το δεύτερον στάδιον άρχισε το 1046 όταν ο Φράγκος Αυτοκράτωρ Ερρίκος Γ’ (1049-1056) αντικατέστησε τον Ρωμαίον πάπα Γρηγόριον ΣΤ’ (1045-1046) με τον Φραγκο-Λατίνον πάπα Κλήμεντα Β’ (1046-1047). Από τότε μέχρι σήμερον οι πάπες είναι σχεδόν όλοι Τεύτονες ανήκοντες στην τάξιν των Φραγκο-Λατίνων ευγενών κατα­κτητών της Δυτικής Ρωμαιοσύνης.

Επομένως το λεγόμενο σχίσμα μεταξύ Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής δεν έγινε μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών Ρωμαίων, αλλά μεταξύ των Φράγκων κατακτητών των Δυτικών Ρωμαίων και των ελευθέρων Ρωμαίων της Δύσεως και της Ανατολής. Μάλιστα το 1054 οι Κέλτες και οι Σάξωνες της Αγγλίας και οι Ρωμαίοι της Αραβοκρατουμένης Ισπανίας και Πορτογαλίας ήταν Ορθόδοξοι.

Ήδη από τον 8ον αιώνα άρχισαν οι Φράγκοι να κατηγορούν τους ελευθέρους Ρωμαίους της Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης ως «αιρετικούς» και «Γραικούς» στα θέματα των εικό­νων και του Filioque. Οι Φράγκοι ήταν τότε τελείως βάρβαροι και αγράμματοι, όπως είδαμεν. Οι τότε Ρωμαίοι πάπες απλώς διεμαρτυρήθησαν, αλλά ακόμη δεν κατεδίκασαν τους Φράγκους από φόβον αντιποίνων με σφαγές μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο άγιος Βονιφάτιος το 741. Ίσως ήλπιζαν οι Ρωμαίοι ότι θα ημπο­ρούσαν εν καιρώ να επιβληθούν στους Φράγκους όπως κάμνει κανείς επάνω σε πείσμονα παιδιά. Αλλά οι Ρωμαίοι της Πρεσβυ­τέρας Ρώμης, αλλά ούτε και οι Ρωμαίοι τής Νέας Ρώμης, ούτε καν υποπτεύθηκαν ότι οι Φράγκοι από σκοπού προκαλούσαν μόνιμον σχίσμα ως μέρος της αμυντικής τους στρατηγικής κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των σχεδίων τους δια παγκόσμιον κυριαρχίαν.

Οι Ρωμαίοι πάπες δεν είχαν άλλην εκλογήν από το να ανεχθούν την Φραγκικήν κυριαρχίαν με σκοπόν να βοηθήσουν με την σύνεσίν τους τους υποδούλους αδελφούς τους και να εξασφαλίσουν την σχετικήν ελευθερίαν του Πατριαρχείου τους και αυτήν των Ρωμαίων πολιτών της Παπικής Ρωμανίας, δηλα­δή του Παπικού Κράτους.

Με την εμφάνισιν των Ψευδο-Ισιδωρείων Δια­τάξεων περί το 850 οι Ρωμαίοι Πάπες άρχισαν να αισθάνωνται αρκετά ισχυροί. Απαίτησαν δυναμικά πλέον από την Φραγκικήν ηγεσίαν να δεχθούν 1) πιο πολιτισμένους κανόνες καλής συμπεριφοράς έναντι της υποδούλου Ρωμαιοσύνης και 2) την απαλλαγήν της Φραγκικής ιεραρχίας από τους Φράγκους ηγεμόνες και την υποταγήν της εις τον Ρωμαίον Πάπα της Ρώμης.

Μέσα στα πλαίσια αυτά ο Ρωμαίος Πάπας Ιωάννης Η’ έλαβε μέρος στην Η’ ΟΙκουμενικήν Σύνοδον του Μεγάλου Φωτίου το 879 στην Κων/πολιν Νέαν Ρώμην, η οποία κατεδίκασε τας Φραγκικάς αιρέσεις περί εικόνων και του Filioque, χωρίς να κατονομάση τους εν λόγω αιρετικούς από φόβον να μη κινδυνεύη το έργον που άρχισε το 850.

Αλλά αι προσπάθειαι βάσει των εν λόγω Διατάξεων έφεραν τελικά το αντίθετον αποτέ­λεσμα. Οι Φραγκο-Λατίνοι αντέδρασαν δυνα­μικά στην δημοφιλίαν των Διατάξεων αυτών. Άρχισαν να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν τα σχέδια τους δια την εκδίωξιν των Ρωμαίων από την εκκλησιαστικήν και την πολιτικήν εξουσίαν της Παπικής Ρωμανίας και την αντικατάστασιν των Ρωμαίων Παπών από Φραγκο-Λατίνους Πάπες.

Οι Φραγκο-Λατίνοι άρχισαν την τελικήν τους επίθεσιν κατά της ελευθερίας, της Ορθοδοξίας και της Ρωμαϊκότητος του Πατριαρχείου της Πρεσβυτέρας Ρώμης κατά το 973 μέχρι το 1003. Ολοκλήρωσαν την εκδίωξιν του Ορθοδόξου δόγματος το 1009-1012 μέχρι το 1046. Τελικά αφάνισαν πλήρως την Ρωμαϊκότητα του Πατριαρχείου της Ρώμης το 1046 αφού την κατέλαβαν οι Φραγκο-Λατίνοι πάπες.

Δια τούτο από την εποχήν αυτήν οι Ορθόδοξοι Ρωμαίοι ονομάζουν τον πάπα αιρετικόν, Φράγκον καί Λατίνον καί την εκκλησίαν του Φραγκικήν καί Λατινικήν. Παραταύτα οι καθηγηταί των Θεολογικών Σχολών της Χάλκης, Αθηνών και της Θεσσαλονίκης βάπτισαν τον Φραγκο-Λατίνον πάπα με το όνομα «Ρωμαί­ον» και την εκκλησίαν του «Ρωμαϊκήν». Τούτο διότι οι Φραγκο-Λατίνοι Πάπες συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα Ρωμαϊκά ονόματα των Ρωμαίων παπών γενόμενοι πάπες, ως και ονό­ματα Ρωμαίος πάπας και Ρωμαϊκή Εκκλησία, δια να συνεχίζουν οι υπόδουλοι Δυτικοί Ρωμαί­οι να νομίζουν ότι έχουν ακόμη τον εθνάρχην τους στην Ρώμην. Γενόμενοι οι Νεο-Έλληνες και αυτοί υπόδουλοι στην Φραγκο-Λατινικήν παράδοσιν ονομάζουν και αυτοί τον πάπα με Ρωμαϊκά ονόματα.

Από όλα τα ανωτέρω σημειωθέντα φαίνεται σαφώς ότι ο καθορισμός του σχίσματος το 1054, εντός της πλαστογραφημένης διακρίσε­ως μεταξύ «Ανατολικών Γραικών» και «Δυτικών Λατίνων», δεν είναι σωστός. Το σχίσμα άρχισε το 794 ως καλά σχεδιασμένο αμυντικό και επιθετικό κατασκεύασμα των βαρβάρων και αγραμμάτων Φράγκων. Το 1054 ήτο μόνον μία από τας μετέπειτα εκδηλώσεις ενός σχί­σματος, το οποίον ήδη υπήρχε από την εποχή που οι Φράγκοι απεφάσισαν το 794 να προκα­λέσουν σχίσμα με τους ελευθέρους Ρωμαίους που δια πρώτην φοράν ονόμασαν «Γραικούς» και «αιρετικούς» δια λόγους πολιτικούς και στρατιωτικούς. Η Εκκλησία της Πρεσβυτέρας Ρώμης ηγωνίσθηκε ηρωικά να παραμείνη ηνω­μένη με την Νέαν Ρώμην μέχρι το 1009.

Από το 794 μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνος οι Φράγκοι, οι Φραγκο-Λατίνοι και το Βατικανό, ουδέποτε παρεξέκλιναν από την γραμμήν τους ότι οι Ανατολικοί Ρωμαίοι είναι «Γραικοί» και «αιρετικοί». Τούτο ήτο τόσον έκδηλον στην νεανική ηλικία του γράφοντος όταν εσπούδαζε στο γυμνάσιον της Νέας Υόρκης. Στα παπικά βιβλία Απολογητικής οι Ορθόδοξοι περιεγράφοντο ως αιρετικοί και χωρίς αγίους και θαύματα. Έτσι ισχυρίζοντο ότι οι τελευταίοι Πατέρες της Εκκλησίας των Ορδοδόξων ήταν οι Άγιοι Ιωάννης Δαμασκηνός (περίπου 675-749) και Θεόδωρος Στουδίτης (759-826).

Επίσης οι Φραγκο-Λατίνοι και ο Παπισμός τους συνέχισαν τας κατακτήσεις τους που πάντοτε συνοδεύοντο από την εξόντωσιν ή εκδίωξιν των Ορθοδόξων επισκόπων και την υποδούλωσιν των πιστών δια της μεταβολής τους στην κατάστασιν δουλοπαροίκων με την πλήρη αφαίρεσιν της γεωκτησίας τους. Αυτό δεν το έκαναν ποτέ ούτε οι Άραβες και ούτε οι Τούρκοι Μουσουλμάνοι.

Αλλά ακόμη μέχρι αρχάς του 20ου αιώνος το Βατικανό ενεργούσε κατά τον ίδιον τρόπον. Το 1923 η Ιταλία απέκτησε από την Τουρκίαν τα Δωδεκάνησα με την Συνθήκην της Λωζάνης. Το Βατικανό έδιωξε όλους τους Ορθοδόξους επισκόπους και τους αντικατέστησε με Φραγκο-Τοσκάνους και Λογγοβάρδους που από το 1870 είχαν υποδυθεί την ταυτότητα του μέχρι τότε ανυπάρκτου Ιταλικού έθνους. Ήλπιζε το Βατικανό ότι οι Ορθόδοξοι πιστοί θα αποδε­χθούν τελικά κληρικούς χειροτονημένους απ’ αυτούς τους επισκόπους του δια να μη μείνουν χωρίς κληρικούς και μυστήρια. Η κατάστασις άλλαξε όταν τα Δωδεκάνησα ενώθηκαν με την Ελλάδα το 1947 και επανήλθαν εις τας θέσεις τους οι επίσκοποι του Οικουμενικού Πατριαρ­χείου της Νέας Ρώμης Κων/πόλεως.

Αλλά κατά τα μέσα του 20ου αιώνος τούτου το Βατικανό εγκαινίασε μίαν πρωτότυπον τακτικήν. Περιέργως ανεγνώρισε τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όταν έγινε η Βατικάνειος πράξις αυτή μέσω της Συνόδου του Βατικανού Β’ (1962-1965) ορισμένοι Ορθόδοξοι κατάλαβαν ότι πρόκειται δια παγίδα. Άλλοι εχάρηκαν. Μερικοί μάλιστα «Ορθόδοξοι» στο εξωτερικό ενόμισαν ότι η χειρονομία αυτή έδω­σε κύρος όχι μόνον στα μυστήρια, αλλά και στην ταυτότητά τους ως θρησκευτική ηγεσία. Εν συνεχεία το Φανάρι και το Βατικανό προέ­βησαν την 7η Δεκεμβρίου 1965 σε κοινήν άρσιν των αναθεμάτων του 1054. Δια το Βατικανό τούτο απετέλεσε πράξιν μυστηριακής κοινωνίας βάσει της υπ’ αυτού αναγνωρίσεως των Ορθοδόξων μυστηρίων. Εξ’ επόψεως Ορθοδόξου ήταν μία πράξις του Φαναρίου δια την οποίαν κινδυνεύει να χάση το εντός της Ορθοδοξίας προεδρείον του αν αποδειχθή ότι με την πράξιν αυτήν αναγνώρισε ή ανέχεται ή συμφωνεί με τας αιρέσεις των 13 Φραγκο-Λατινικών «Οικουμενικών Συνόδων». Αν ήτο μία απλή πράξις καλής θελήσεως δια να διευκολυνθή ο διάλογος που επρόκειτο τότε να αρχίση, έχει καλώς.

Πάντως όσον άφορα στο Βατικανό το θέμα έχει ως εξής. η μεταβολή της τακτικής του Βατι­κανού από «πόλεμο» και «διάλογο» σε τακτική «αναγνωρίσεως των Ορθοδόξων μυστηρί­ων» είναι μία πραγματικότης. Αλλά το ότι το Φανάρι αμέσως ανταπέδωσε με την από κοινού μετά του Βατικανού σύγχρονον άρσιν των ανα­θεμάτων του 1054 την 7.12.65 σημαίνει ότι η κοινή πράξις αυτή ήτο αποτέλεσμα μυστικών συνεννοήσεων μεταξύ των δύο. Δηλαδή η πρά­ξις ήτο μονόπλευρος μόνον με την έννοιαν ότι δεν συμμετείχε ολόκληρος η Ορθοδοξία, αλλά μόνον το Φανάρι. Το ότι σχεδόν σύσσωμα χαι­ρέτησαν την πράξιν οι υπόλοιποι Ορθόδοξοι ως πράξιν καλής θελήσεως, δεν έχει καμμίαν δογματικήν σημασίαν. Αι αιρέσεις του Βατικα­νού παραμένουν.

Τι επιδιώκει το Βατικανό θα εξαρτηθή από τι θα κάνη με τας (13) Φραγκο-Λατινικάς Οικου­μενικάς του Συνόδους που προσέθεσε στας 7 Ρωμαϊκάς Οικουμενικάς Συνόδους μαζί με την Σύνοδον του 869 που καθήρεσε τον Μέγαν Φώτιον. Μάλιστα θεωρεί την Σύνοδον του 869 κατά του Μεγάλου Φωτίου ως την Η’ Οικουμενικήν της Σύνοδον.

(Εκ της μελέτης του π. Ιωάννου Ρωμανίδου «Ορθόδοξος και Βατικάνειος Συμφωνία περί Ουνιτισμού» δημοσιευθείσης εις τον τόμον «Καιρός», αφιέρωμα στον καθηγητή Δαμιανό Δόικο, Θεσσαλονίκη 1995).

impantokratoros.gr

Πηγή: Τα πραγματικά αίτια του μεγάλου ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ των δύο εκκλησιών, του π. Ιωάννη Ρωμανίδη – Cognosco Team

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Βυζαντινή Ιερισσός: “ἐκ τοῦ Θεοσώστου Κάστρου τοῦ Ἑρισοὺ ἐγγραφές” – Cognosco Team

Κείμενο: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΗΣ

Με αυτήν την σειρά των άρθρων μου, που φέρει τον τίτλο “εκ του Θεοσώστου Κάστρου του Ερισσού εγγραφές” θα προσπαθήσω να γνωρίσω στους συντοπίτες μου την…Καστροπολιτεία της Ιερισσού. Την πόλη-κάστρο που άκμασε κατά τους μέσους χρόνους και αποτέλεσε τον καθοριστικότερο παράγοντα διαμόρφωσης του ιδιαίτερου παραδοσιακού πολιτισμού μας. Είναι αλήθεια ότι η λιγότερο γνωστή και πλέον διαστρεβλωμένη ιστορική περίοδος του ελληνισμού είναι αυτή που αφορά την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνωστή σήμερα ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αγνοούμε οι περισσότεροι ότι σε αυτήν την περίοδο εντοπίζονται η διαδικασίες που μετεξέλιξαν και εντέλει διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ιδιαίτερη πολιτισμική κληρονομία μας∙ η διάλεκτος,  η παραδοσιακή μουσική, η λατρευτική παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα μας εδράζονται σε αυτήν τη χρονική περίοδο. Οπότε η σε βάθος γνώση της είναι σε βάθος γνώση του παραδοσιακού μας πολιτισμού.

εικ.1. Το έγγραφο Lavra 22.

Το Θεόσωστο Κάστρο του Ερισού” είναι ο πλήρης τίτλος της πόλης-κάστρο που άκμασε κατά την “Μέση Βυζαντινή” περίοδο, αποτελεί τη διάδοχο της αρχαίας Ακάνθου, και έφτασε στο απόγειο της οικονομικής, διοικητικής και δημογραφικής ακμής της κατά τον ενδέκατο αιώνα. Ήταν το κέντρο μίας εκτεταμένης φορολογικής ενότητας (της ενορίας του Ερεσού), η έδρα του επισκόπου Ιερισσού (της ομώνυμης επισκοπής) και του Δρουγγαρίου Ιερισσού (ανώτατου στρατιωτικού αξιωματούχου του Θεματικού στρατού). Η αλματώδης ανάπτυξη που σημείωσε αυτήν την περίοδο οφείλονταν σε τρεις κύριους παράγοντες. Πρώτον στη δραστηριότητα του λιμανιού της, ένα από τα σημαντικότερα του βορείου Αιγαίου, πύλη εξόδου της εύφορης ενδοχώρας της σε ξυλεία, μεταλλεύματα και γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα, δεύτερον στην ανεπτυγμένη αμπελοκαλλιέργειά της και τρίτον στη ραγδαία ανάπτυξη των Αθωνικών μονών, κέντρων όχι μόνο πνευματικών αλλά και οικονομικών.

Ως πηγή αυτής της εργασίας θα χρησιμοποιήσω τα δημοσιονομικά και δικαιοπρακτικά έγγραφα πού φυλάχτηκαν επιμελώς για αιώνες στα χαρτοφυλάκια των Αθωνικών μονών και τις τελευταίες δεκαετίες δημοσιεύθηκαν από μία γαλλοελληνική ακαδημαϊκή συνεργασία, σύμφωνα με τη μεθοδολογία των επιστημονικών κριτικών εκδόσεων. Η έκδοση αυτή είναι γνωστή διεθνώς ως ARCHIVES DE L’ATHOSκαι περιλαμβάνει τα βυζαντινά έγγραφα πού χρονολογήθηκαν πριν το 1453. Κάθε ένας τόμος περιέχει και τα αρχεία μίας μονής του Άθω με ειδικό τίτλο το όνομα της μονής. Τα έγγραφα κατατάσσονται με χρονολογική σειρά από το παλιότερο προς το νεότερο. Έτσι δημιουργείται ο τίτλος του εκδιδόμενου εγγράφου ως εξής: το όνομα της μονής και δίπλα ο αύξων αριθμός χρονολόγησης π.χ.Actes deLavra1, Lavra2, Lavra3 κλπ. Τα έγγραφα αυτά, πολλά εκ των οποίων συντάχθηκαν στη μεσαιωνική Ιερισσό, αποτελούν μία ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για αυτήν. Μέσα σε αυτά διασώζονται δεκάδες ονόματα κατοίκων της, τοπωνύμια που πολλά από αυτά είναι ακόμα σε χρήση και η κοινωνική και οικονομική οργάνωσή της.

Το έγγραφο που θα μας απασχολήσει σε αυτό το άρθρο είναι το Lavra 22.(εικ.1). Είναι μια λευκή περγαμηνή διαστάσεων 390×300 m.m. Στο πάνω αριστερό άκρο βλέπουμε την ιδιόχειρη υπογραφή του Κουβουκλησίου Στεφάνου (εικ.2). Το έγγραφο ξεκινά με τη συνηθισμένη για τα δημόσια έγγραφα της περιόδου επίκληση στην Αγία Τριάδα. Φέρει τη χρονολογία 6525 από κτίσεως κόσμου (κατά την επικρατούσα βυζαντινή χρονολόγηση) που αντιστοιχεί στο 1017μ.Χ. και συντάχτηκε στην Ιερισσό από τον δομεστικό Θεοδόσιο καθ’ υπαγόρευση του Στεφάνου. Είναι μία γονική παροχή προς την θυγατέρα του Μαρία μοναχή, που περιλαμβάνει σπόριμη γη, συνολικής έκτασης πενήντα μοδίων (περίπου πενήντα στρέμματα), έναν αμπελώνα, μία αυλή, την γυναικεία μονή της Θεοτόκου και έναν αναλυτικό κατάλογο οικοσκευής. Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για μία προίκα. Βέβαια η Μαρία ως μοναχή δεν παντρεύτηκε και το σύνολο της περιούσιας της πέρασε στο Μοναστήρι της υπεραγίας Θεοτόκου της Ιερισσού. Ακολουθεί η δέσμευσή για την τήρηση της επιθυμίας του από τους υπόλοιπους συγγενείς και κληρονόμους του με μία σειρά όρκων και κατάρων, ενδεικτικά των θρησκευτικών πεποιθήσεών του. Το έγγραφο κλείνει με τις υπογραφές των αξιόπιστων μαρτύρων, που είναι πέντε πρεσβύτεροι και ένας λαϊκός (εικ.6).

εικ.2. Η υπογραφή του Κουβουκλησίου Στεφάνου.

Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η νεοελληνική μεταγραφή και η ανάλυση των σημαντικότερων πραγματολογικών σημείων του εγγράφου.

ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ LAVRA 22:  Ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ἐγὼ ὁ Στέφανος ὁ ἐλάχιστος Κουβουκλήσιος, ποὺ ἰδιοχείρως ποίησα τὸν τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρό.Ὁμολογῶ καὶ συναινώ πρὸς ἐσένα Μαρία μοναχή, τὴν γνήσιά μου θυγατέρα, νά σοῦ δοθεί ὡς κλήρος καὶ μερίδιό σου τὸ μοναστήρι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μαζὶ μὲ τὰ κελιὰ του καὶ ἀκόμα τὴν αὐλὴ καὶ τὸν πλησίον σὲ αὐτὸ ἀμπελώνα ὅπως ἀκριβώς εἶναι ἀπὸ πάνω ὡς κάτω ἀδιαίρετος, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἔσοδα καὶ ἔξοδα του, κατὰ πλήρη κυριότητα. Χωράφια σπόριμα πενήντα (50) μοδίων. Τὸ πρώτο χωράφι πάνω στήν Χρούσεβα, τὸ δίπλα στό χωράφι τῆς Λαύρας τριάντα (30) μοδίων. Τὸ ἐπόμενο χωράφι στῇς Σωφανοὺς πρὸς τὸ μέρος τῆς Ζελενητίας δώδεκα (12) μοδίων. Καὶ ἕτερο χωράφι στόν Λόγγον στά Διάλια τὸ διπλανὸ τοῦ χωραφιοὺ τοῦ Σακούλι καὶ τοῦ βασιλικού  δρόμου δώδεκα (12) μοδίων.Οἰκοσκευὴ καὶ τάπητες, μάλλινο ἐπικάλυμμα κλίνῃς, κλινοσκεπάσματα, πάπλωμα, μαξιλάρι, μεγάλη κυπριακὴ χύτρα, μεταλλικὸ δοχείο, χερνηβόξηστον, καρδάρι χάλκινο, λίθινο ὑδροφόρο ἀγγείο, βαρέλι καὶ ζεύγος βοδιών, νά τὰ κατέχει ὅλα ὡς κυρίαρχος χωρὶς νά τὴν ἐμποδίζει κανένας.Ἐὰν κανεὶς  ἀπὸ τοὺς κληρονόμους μου ἢ συγγενείς μου θελήσει ποτὲ νά οἰκειοποιηθεί ὁτιδήποτε ἀπὸ αὐτά πού σοῦ δίνῳ, νά ἔχει ἀντίπαλο του τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὸν ἐξ αὐτής τεχθέντα Κύριο ἡμῶν Ἰησού Χριστό, καὶ να λογίζεται μὲ τοὺς ἀπίστους, καὶ γιά αὐτὸ νά ἔχει καὶ τὴν κατάρα μου τοῦ ἐλάχιστου καὶ ἁμαρτωλού.Γράφτηκε αὐτὴ ἡ Ἀποδότῃ κατάθεση (δωρεὰ) διὰ χειρὸς  Θεοδώρου Δομερτικοὺ μηνὸς Αὐγούστου Ἰνδικτιονοςιε΄ (15) τὸ ἔτος ςφκε΄ (6525). Ἐνώπιον τῶν παρευρισκομένων καὶ ὑπογράψαντος μαρτύρων………..

Εικ.3. Οι υπογραφές τον μαρτύρων.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
 Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο έγγραφο είναι ως επί το πλείστον γνωστοί Ιερισσιώτες και από άλλα παλαιότερα έγγραφα. Μας δίνουν μία μοναδική εικόνα της πολιτειακής και εκκλησιαστικής οργάνωσης της Ιερισσού του ενδέκατου αιώνα. Είναι τα τρία μέλη της οικογένειας του Στεφάνους, ο συμβολαιογράφος, πέντε κληρικοί, ένας ανώτατος αξιωματικός του επαρχιακού στρατού και γίνεται αναφορά σε ένα μικροκαλλιεργητή συνορίτη.

1) Η ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ:α) Στέφανος Κουβουκλείσιος: Είναι ένα από τα επιφανέστερα πρόσωπα του ενδέκατου αιώνα στο Κάστρο της Ερισσού. Εμφανίζεται σε μία σειρά εγγράφων από το 982 μ.Χ. ως το 1017 μ.Χ. (Iviron 4,9,12,13,16,23 και Lavra 18,22). Είναι γόνος μίας σημαντικής αριστοκρατικής οικογένειας, γιος του Νικηφόρου του Πρωτοπαπά, με μεγάλη ακίνητη περιουσία που περιελάμβανε σπόριμη γη, αμπελώνες, υδρόμυλους και αστικά ακίνητα όπως σπίτια, αυλές, εργαστήρια, εκκλησίες κλπ. Τα καθήκοντα του εκκλησιαστικού αξιώματος του Κουβουκλείσιου, το οποίο φέρει ήδη από το 982, είναι κυρίως τελετουργικά και εθιμοτυπικά, δεν έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες στη διοίκηση της επισκοπής. Πρόκειται για τον πιο έμπιστο συνεργάτη του Επισκόπου.

β) Μαρία μοναχή : Είναι η μοναδική φορά που αναφέρεται στα έγγραφα. Ως ιδιοκτήτρια της γυναικείας μονής της Θεοτόκου θα πρέπει να ήταν και ηγουμένη της. Κάτι πολύ σύνηθες, την περίοδο αυτήν, μέλη αριστοκρατικών οικογενειών να είναι ιδιοκτήτες και ηγούμενοι  μοναστηριών.

γ) Ιωάννης υιός Στέφανου Κουβουκλεισίου: Τρεις ακόμα αναφορές έχουμε για τον Ιωάννη από τα έγγραφα των μονών του Α.Ο. (Iviron12, 23 και Lavra 18). Συνεχιστής και τελευταίος γνωστός σε εμάς εκπρόσωπος της μεγάλης οικογένειας, με γενάρχη των Νικηφόρο Πρωτοπαπά. Διαθέτει σημαντική ακίνητη περιουσία εξ’ολοκλήρου κληρονομιά από τον πατέρα του.

Εικ.4. Λιτανεία ιερέων.

2) Ο ΤΑΒΟΥΛΑΡΙΟΣ:α) Θεοδόσιος Δομεστικός: Είναι ο συντάκτης ακόμα ενός δικαιοπρακτικού εγγράφου της Ιερισσού (L24). Το γεγονός ότι δεν υπογράφει με τους συνήθεις όρους, Νομικός ή Ταβουλάριος, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι δεν ασκούσε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου άλλα περιστασιακά συνέτασσε έγγραφα. Ως τιτλούχος της επισκοπής Ιερισσού ο δομεστικός ασκούσε καθήκοντα διοικητικά, σε μία από τις γραμματείες της και λειτουργικά, προεξάρχων του χορού των ψαλτών.

3) ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ:α) Νικόλαος Πρωτοπαπάς: Ως μάρτυρας υπογράφει σε ακόμα τρία έγγραφα με τον τίτλο του Πρωτοπαπά (Iviron23 και Lavra18,22), αξίωμα που κατέχει τουλάχιστον από το 1014 μ.Χ. Είναι ο προεστός των ιερέων του καθεδρικού ναού της Θεοτόκου του Κάστρου Ερισσού. Ο ρόλος του πρωτοπρεσβυτέρου στη διοίκηση της Επισκοπής είναι κεντρικός, αξιοποιείται σε διάφορες υπηρεσίες της και αναλαμβάνει σημαντικές αποστολές. Στο επίπεδο της ενορίας έχει τον πρώτο λόγο και την κύρια ευθύνη για διοικητικά-οικονομικά ζητήματα. Λειτουργικά προεξάρχει των ιερέων κατά τις ιεροπραξίες και προηγείται στις λιτανείες (εικ.4).

β) Φώτιος Πρεσβύτερος και Δευτερεύων: Στα ίδια έγγραφα με τον π. Νικόλαο υπογράφει και ο π. Φώτιος (Iviron 23 και Lavra 22). Είναι επόμενο μίας και ο ρόλος του αξιώματος του δευτερεύοντος είναι να αναπληρώνει και να βοηθά τον πρωτοπαπά στην άσκηση των ενοριακών καθηκόντων του. Ο ρόλος του στην επισκοπική διοίκηση είναι περιορισμένος. Λειτουργικά έπεται τού Πρωτοπαπά στις ιεροπραξίες, ενώ σε περίπτωση απουσίας του τον αντικαθιστά ως προεξάρχων.

γ) Λέων Πρεσβύτερος και Ιερομνήμων: Ο σημαντικός θεσμικός ρόλος του Ιερομνήμονος τον καθιστά έναν από τους πλέον αξιόπιστους μάρτυρες, για τη σύνταξη τέτοιου περιεχομένου, εγγράφων. Στο χαρτοφυλάκιο της Ιερισσού εμφανίζεται σε τρία έγγραφα (Iviron 16 και Lavra 22,24). Τα καθήκοντα του αξιώματος του Ιερομνήμονος ήταν να τηρεί τους κώδικες της επισκοπής  Ιερισσού (καταγραφές ιεροπραξιών βαφτίσεις, γάμοι, κηδείες κ.λ.π.), να συγκεντρώνει και να φυλάσσει τις ομολογίες πίστεως αυτών που επιθυμούν να γίνουν ιερείς, ενίοτε εκτελούσε χρέη Αρχαιοφύλακος και συμμετείχε ως μέλος στο επισκοπικό δικαστήριο. Λειτουργικά είχε κεντρικό ρόλο στις χειροτονίες κληρικών και στις καθιερώσεις ναών. Αν η επισκοπή ήταν σε χηρεία  μπορούσε να αναλάβει τον εγκαινιασμό ναών και την χειροθεσία αναγνωστών.

δ) Στέφανος του Καλέκα Πρεσβύτερος & Νικηφόρος Πρεσβύτερος: Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα αν οι εν λόγω κληρικοί εμφανίζονται και σε άλλα έγγραφα, μιας και τόσο τα ονόματά τους όσο και η ιδιότητά τους είναι συνήθη στην Ιερισσό του ενδέκατου αιώνα. Φαίνεται πάντως πως και οι δύο αυτοί πρεσβύτεροι ανήκουν στο δυναμικό του επισκοπικού ναού της Θεοτόκου του κάστρου.

ε) Βασίλειος Αποδρουγγάριος ο Ελλαδικός: Είναι ο πλέον αξιόπιστος μάρτυρας, με τις περισσότερες αναφορές στα έγγραφα της Ιερισσού (Iviron4,12,13,15,16,23 και Lavra18,22). Η συχνή αξιοποίηση του ως μάρτυρα και το αξίωμα που φέρει μας κάνει να υποθέσουμε ότι ήταν μία από τις πιο σεβαστές προσωπικότητες του Κάστρου. Ανήκε στην ανώτερη κοινωνικά τάξη (ως Δρουγγάριος ήταν ανώτατος αξιωματικός του βυζαντινού στρατού), αν και δεν φαίνεται να κατέχει σημαντική έγγειο περιουσία. Δε θα επεκταθώ εδώ στην ανάλυση του ονόματος Ελλαδικός και του τίτλου Αποδρουγάριος που φέρει, μιας και αυτό θα είναι το περιεχόμενο ενός μελλοντικού άρθρου.

4) ΑΛΛΑ  ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ:α) Σακούλης: Η οικογένεια Σακούλη μνημονεύεται στα έγγραφα συνολικά τρεις φορές (Iviron 4 και Lavra 22,24). Η πρώτη αναφορά είναι ήδη το 982 μ.Χ. Ως μέλη της πολυπληθούς μεσαίας τάξης των ελεύθερων αγροτών διέθεταν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των “Οικητόρων του Κάστρου”. Κατείχαν μεσαία έγγεια περιουσία και επιστρατεύονταν περιστασιακά για να καλύψουν τις ανάγκες του Θεματικού (επαρχιακός) στρατού  και της άμυνας της πόλης σε περίπτωση πολιορκίας.

TA AKINΗTA: Τα ακίνητα που αναφέρονται είναι δύο κατηγοριών: αφενός καλλιεργήσιμες εκτάσεις χωράφια-αμπελώνας και αφετέρου αστικά ακίνητα μονή-αυλή. Ο συνδυασμός των δύο και η ποσότητά τους καθιστούν το σύνολο της περιουσίας που παραχωρείται ως αρκετά πάνω από τον μέσο όρο των κατοίκων της υπαίθρου της μέσης Βυζαντινής περιόδου.

α) ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: Η μονή της Θεοτόκου είναι η μοναδική γυναικεία μονή που αναφέρεται στα έγγραφα της Ιερισσού. Δυστυχώς, ο συντάκτης δεν διευκρινίζει την ακριβή θέση της και την συγχέει με την αναφερόμενη αυλή. Μας αφήνει λοιπόν να υποθέσουμε ότι ενδεχομένως η γυναικεία μονή της Θεοτόκου να διέθετε στο συγκρότημα της μία αυλή, με τα χαρακτηριστικά του αστικού ακινήτου της μέσης βυζαντινής περιόδου και να γειτνίαζε με έναν αμπελώνα. Έτσι μπορούμε να την τοποθετήσουμε στα όρια του αστικού ιστού του κάστρου Ιερισσού.

β) ΑΥΛΗ: Στο έγγραφο αναφέρεται η ύπαρξη αυλής, δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για τον προαύλιο χώρο της μονής ή για κάποιο άλλο ακίνητο πλησίον της. Πάντως με τον όρο αυλή στα έγγραφα του ενδέκατου αιώνα εννοείται το αστικό ακίνητο “Αυλή” ( είναι περίκλειστα αρχιτεκτονήματα με εσωτερικό αίθριο και τουλάχιστον μία κύρια είσοδο, γύρω από το αίθριο αναπτύσσονται καταστήματα και εργαστήρια, ενώ στον όροφο οικίες). Οι “Αυλές” αποτέλεσαν το επίκεντρο της εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας στις επαρχιακές κάστρο-πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

γ) ΑΜΠΕΛΩΝΑ: Η αμπελουργία ήταν η κύρια και πιο προσοδοφόρα καλλιέργεια της βυζαντινής Ιερισσού, που γνώρισε τεράστια ανάπτυξη κατά τον ενδέκατο αιώνα.

δ) ΧΩΡΑΦΙΑ ΣΠΟΡΙΜΑ: Η συνολική έκταση των καλλιεργήσιμων κτημάτων είναι πενήντα τέσσερα (54) μόδια. Το μόδιο είναι μονάδα μέτρησης βάρους στο Βυζάντιο, κυρίως των δημητριακών, χρησιμοποιείται όμως και για την μέτρηση του εμβαδού καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Ένα μόδιο γης θεωρούνταν η έκταση που μπορούσε να καλλιεργηθεί με ένα μόδιο σιταριού και κυμαίνονταν από 900 ως 1100 τετραγωνικά. Σπόριμα χωράφια χαρακτηρίζονται εκείνα που ήταν κατάλληλα για την καλλιέργεια δημητριακών και σαφώς διαχωρίζονται από τους αμπελώνες και τα λιβάδια. Παρά τις σαφείς και αναλυτικές περιγραφές των κτημάτων που μας δίνει το έγγραφο, δεν θα τολμήσω την τοποθέτηση τους στον χάρτη.

Η ΟΙΚΟΣΚΕΥΗ: Κρεβατοστρωσίν (κλινοσκεπάσματα), επεύχιν (τάπητες), μαλοτάρην (μάλλινο επικάλυμμα κλίνης), αναπλιά (υφαντά στρωσίδια κλίνης), απαπλομάν (πάπλωμα), προσκαιφαλάδιν (μαξιλάρι), σείτλαν κυπρηνος (μεγάλη χύτρα), κουκούμιν (μεταλλικό δοχείο), χερνηδοξηστον (σκεύος για το πλύσιμο των χεριών), σίτλιν (κάδος), καρδάρην χαλκόν (χάλκινο σκεύος), σταυρήν κροίων (λίθινο υδροφόρο αγγείο), βαγενήν (βαρέλι), ζευγάριν (ζεύγος βοδιών για άρωση).Τα είδη οικιακής χρήσης αρχικώς φαίνονται συνηθισμένα, αν όμως δούμε λίγο πιο προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι για τα δεδομένα του ενδέκατου αιώνα είναι μάλλον είδη πολυτελείας. Τα μεταλλικά σκεύη ήταν σπάνια και ακριβά, τα υφαντά διαχωρίζονταν σε ποιότητες που μετέβαλαν καθοριστικά την αξία τους, το επεύκιν ήταν μεταξωτός τάπητας, το σταφριν κτυόν ήταν λίθινο διαφανές σκεύος πολύ ακριβό. Αυτά είναι προϊόντα υψηλού κόστους που μόνο μέλη των ανώτερων κοινωνικών ομάδων μπορούσαν να έχουν πρόσβαση. Τα βαγένια για την παραγωγή του κρασιού ήταν απολύτως αναγκαία σε μία περιοχή που ανθεί η αμπελοκαλλιέργεια, ενώ το ζευγάρι των βοδιών κατατάσσει τον ιδιοκτήτη του στην ανώτερη φορολογική κλίμακα των ελεύθερων αγροτών, αυτήν των ζευγαράτων.

Εικ.5. Οικοσκευή του ενδεκάτου αι.

Από το ως άνω έγγραφο διαπιστώνουμε ότι η Ιερισσός του ενδέκατου αιώνα διέθετε ένα ανεπτυγμένο αστικό πολιτισμό, βασισμένο πάνω στις πολιτειακές και πνευματικές δομές της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας. Βλέπουμε την ανώτερη κοινωνικά τάξη να διαθέτει πολύ μεγάλες οικονομικές δυνατότητες. Σε μία περίοδο που η προίκα των κοριτσιών περιορίζονταν (όταν υπήρχε αυτή η δυνατότητα) σε μία υποτυπώδη οικοσκευή και ένα χωράφι περιορισμένων καλλιεργητικών δυνατοτήτων, ο Κουβουκλήσιος Στέφανος δωρίζει στη θυγατέρα του σπόριμη γη ίση με τον συνολικό κλήρο μίας αγροτικής οικογένειας, και μάλιστα της ανώτερης φορολογικής κλίμακας του ζευγαράτου, έναν αμπελώνα, την πλέον προσοδοφόρα καλλιέργεια της περιόδου, και ένα αστικό κτιριακό συγκρότημα, που ως ένας εμπορικός και βιοτεχνικός χώρος οι οικονομικές του δυνατότητες είναι πολύ μεγάλες.

Η οικοσκευή που αναφέρεται περιλαμβάνει δυσεύρετα και ιδιαιτέρως ακριβά αντικείμενα, απόδειξη του εκλεπτυσμένου τρόπου ζωής στην Ιερισσό της περιόδου αυτής γεγονός που επιβεβαιώνουν και τα ανασκαφικά δεδομένα. Οι άνθρωποι αυτοί με τον ανεπτυγμένο πολιτισμό και τις υψηλές πνευματικές αξίες, άφησαν μία μοναδική παρακαταθήκη που μπόλιασε των παραδοσιακό μας πολιτισμό, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε η κ. Αθηνά Κατσανεβάκη στο άρθρο της “Η μουσική παράδοσή της Ιερισσού”. Ελπίζω με την αδόκιμη αυτή προσπάθεια μου να έκανα ένα μικρό βήμα προς την καλύτερη και σε βάθος γνώση της λησμονημένης αυτής ιστορικής περιόδου του τόπου μας.

εικ.6. Το κείμενο του Lavra 22.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
1.Αγ. Λαϊου-Θωμαδάκη “Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή” Μορ. Ίδρυμα της Εθνικής τραπέζης, Αθήνα 2001.

2. Αγ. Λαϊου-Θωμαδάκη “Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου τόμος β΄” Μορ. Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2010.

3. Α. Κατσανεβάκη “Η μουσική παράδοση της Ιερισσού” Κύτταρο Ιερισσού 17, Ιερισσός 2018.

4. Α. Τσανανά, Π. Ευγενικός “Στα ίχνη της βυζαντινής Ιερισσού” ΑΕΜΘ 26, Θεσ/νίκη 2013.

5. Α. Τσανανά “Ιερισσός ψηφίδες από το βυζαντινό παρελθόν της” Κύτταρο Ιερισσού 17, Ιερισσός 2018.

6. Δ. Παπαχρύσανθου “Αθωνικός μοναχισμός αρχές και οργάνωση” Μορ. Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992.

7. Ελ. Χατζηαντωνίου “Παρατηρήσεις σχετικά με την οικονομική διοίκηση του θέματος Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης (11ος αι.) Βυζαντιακά τόμος 30ος, Θεσ/νίκη 2012.

8.Ελ. Χατζηαντωνίου “Η μητρόπολη Θεσ/νίκης από τα μέσα του 8ου αι. έως το 1430” Βυζαντινά κείμενα και μελέτες 42, Θεσ/νίκη 2007.

9. Ι. Παπάγγελος “Άμπελος και οίνος στην μεσαιωνική Χαλκιδική” Τριήμερο συνέδριο Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Πολιτιστικό τεχνολογικό ίδρυμα ΑΤΒΑ 1990.

10. Φ. Κουκουλές “Βυζαντινός βίος και πολιτισμός”  τομ. Β΄, εκδ. Παταζήση.10.Χ. Καραστέργιος “Ο πρωτοαθωνικός μοναστηριακός μοναχισμός στην Ιερισσό 9ος-10ος αιώνας ” Κύτταρο Ιερισσού 13, Ιερισσός 2016.

11. A. Harver “Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο 900-1200”Μορ. Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997.

12. D. Papachryssanthou “Actes de Lavra V” Archives de l’ Athos,

Δημοσιεύθηκε στο 18ο τεύχος του περιοδικού «Κύτταρο Ιερισσού», σ. 12.

aetoshal.blogspot.com

 

Πηγή: Βυζαντινή Ιερισσός: “ἐκ τοῦ Θεοσώστου Κάστρου τοῦ Ἑρισοὺ ἐγγραφές” – Cognosco Team

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Έκτακτο Παράρτημα: Το καλύτερο κείμενο που γράφτηκε για το Βυζάντιο και τον Παλαιολόγο.

yiorgosthalassis.blogspot.com

του Κ.Κυριαζή.
ΚΑΘΕΤΙ που γεννιέται είναι γραμμένο να πεθαίνει… Άνθρωποι και αυτοκρατορίες ακολουθούν πιστά μέσα στους αιώνες την ίδια πάντα γραμμή. Άλλοι άνθρωποι έζησαν ταπεινά, άλλοι πλούσια, άλλοι μεγαλούργησαν και άλλοι έσβησαν χωρίς να αφήσουν πίσω τους ούτε μια πράξη που να την θυμούνται όσοι τους ακολούθησαν. Με τις αυτοκρατορίες συμβαίνει το ίδιο, μεγάλωσαν, ανδρώθηκαν, κατέκτησαν χώρες και λαούς, και χάθηκαν. Μερικές κράτησαν αιώνες, άλλες λίγα χρόνια μοναχά. Μερικές φώτισαν σαν λαμπρό μετέωρο τον κόσμο και μερικές έκαναν τους λαούς να αναπνεύσουν, όταν πέθαναν εκείνοι που τις δημιούργησαν.
Η Ελληνική Αυτοκρατορία, η Βυζαντινή, στάθηκε διαφορετική από τις άλλες. Ιδρύθηκε από έναν Κωνσταντίνο και έσβησε με έναν Κωνσταντίνο, γράφοντας πράξεις που κόβουν την ανάσα εκείνου που τις αναλογίζεται, είτε γιατί είναι πολύ μεγάλες είτε γιατί είναι απαίσιες και φριχτές. Αυτοκράτορες και Αυτοκρατόρισσες κάθησαν στο θρόνο του Μεγάλου Κωνσταντίνου, λαμπρύνοντας την πρωτεύουσα με κτήρια, με εκκλησίες και αγωνίστηκαν για το κράτος τους ενάντια στους εχθρούς που το επιβουλεύονταν. Αυτοκράτορες και Αυτοκρατόρισσες ανέβηκαν στο πρώτο θρόνο της Οικουμένης, γεμίζοντάς τον αίματα, σκορπίζοντας την συμφορά ολόγυρά τους… Η Αυτοκρατορία έζησε κοντά 1.100 χρόνια, γνωρίζοντας όλες τις τροπές της μοίρας: τη δόξα, το μεγαλείο, την κατάπτωση.
Η Αυτοκρατορία, όμως, δεν ήταν δυνατόν να πέσει και να χαθεί χωρίς την τελευταία πράξη. Και η τελευταία πράξη, το ψυχορράγημα, το κλείσιμο της αυλαίας, ήταν αντάξιο της παράδοσής της. Έπεσε έπειτα από μια πνευματική αναγέννηση, που όμοιά της δεν είχε δει ποτέ ο κόσμος. Ο Μυστράς έγινε το λίκνο της φιλοσοφίας, οι αρχαίοι συγγραφείς βγήκαν απο τα σκονισμένα ράφια τους, οι λαοί της Ευρώπης γνώρισαν, χάρη σε εκείνον, τον ουμανισμό. Ο Πλήθων Γεμιστός, ο Βησσαρίων, φώτισαν τους λαούς της Δύσης με το στοχασμό τους. Η Αυτοκρατορία ψυχορραγούσε, οι άνθρωποι όμως είχαν ανοίξει πια τα μάτια τους, γύρευαν κάτι – και το βρήκαν. Η Αυτοκρατορία χανόταν, τα φτερά του δικέφαλου αετού του Βυζαντίου δεν χτυπούσαν με την παλιά τους ορμή. Η Αυτοκρατορία χαροπάλευε, όμως δεν έσβησε όπως οι άλλες, οι πολλές, χάθηκε έπειτα από αγώνα επικό, από μάχες, από προσπάθειες για αναστύλωση, που αλοίμονο, δεν καρποφόρησαν.
Κάθε στιγμή της Ιστορίας γυρεύει έναν άνθρωπο, και αν ο άνθρωπος φύγει από τα στενά του όρια, πνευματικά και φυσικά, η Ιστορία τον αγκαλιάζει, τον στεφανώνει, τον παραδίδει στους αιώνες σαν παράδειγμα για τις επόμενες γενεές. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία γύρεψε τον άνθρωπό της, 1.100 χρόνια δεν μπορούσαν να σβηστούν με μια πράξη ταπεινή, ανθρώπινη ίσως. Γύρεψε τον ήρωα, τον αρνητή της υποταγής, το σύμβολο. Ήθελε έναν άνθρωπο που η ζωή του δεν θα σπαταλιόταν σε χαροκόπια και γιαρτάσια, αλλά σε αγώνες. Ήθελε μια καρδιά που δεν θα γνώριζε τη χαρά ούτε το φόβο, έναν άνδρα που θα ανέβαινε σκαλί σκαλί τον Γολγοθά του. Έναν Αυτοκράτορα, τον τελευταίο Αυτοκράτορα, που μαζί του θα χανόταν και η Αυτοκρατορία. Και ο άνθρωπος, ο Βασιλιάς, βρέθηκε. Η Ιστορία έπρεπε να κλείσει τον μεγάλο της κύκλο. Τον έκλεισε μέσα στο σάλαγο της μάχης, μέσα στα γκρεμισμένα τείχη, εκεί, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου έπεσε με το σπαθί στο χέρι, χωρίς να υποταχθεί ως το τέλος, χωρίς ποτέ του να λυγίσει ή να λιγοψυχήσει ο Κωνσταντίνος Δραγάσης Παλαιολόγος.

yiorgosthalassis.blogspot.com

Πηγή: Έκτακτο Παράρτημα: Το καλύτερο κείμενο που γράφτηκε για το Βυζάντιο και τον Παλαιολόγο.

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Έκτακτο Παράρτημα: Μόνο το Βυζάντιο κατέβασε στη γη την ουράνια αρμονία

Το αληθινό Βυζάντιο – Η αρχοντική και βασιλική πολιτεία

Του Φώτη Κόντογλου

Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο τὸ Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! […] Στὰ χρόνια τῶν Βυζαντινῶν «ἡ βασιλεύουσα πόλις» θὰ εἶχε μία ἐξωτικὴ καὶ ἀλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τροῦλλοι) καταχρυσοὶ λαμποκοπούσανε μέσα στὴ βλογημένη αὐτὴ ἀφεντοπολιτεία. Στὴ μέση στεκότανε, σὰν ἥλιος, ἡ Ἁγιὰ Σοφιά, καὶ γύρω της ἤτανε σκορπισμένες οἱ ἄλλες ἐκκλησιὲς μὲ τοὺς χρυσοὺς κουμπέδες, σφαῖρες οὐράνιες, ποὺ λὲς καὶ γυρίζανε γύρω στὸν ἥλιο […]. Τὸ Σαββατόβραδο, κατὰ τὸ δειλινό, ἡ ἀτμόσφαιρα γέμιζε ἀπὸ τὴ γλυκειὰ βουὴ ποὺ κάνανε χιλιάδες καμπάνες καὶ ποὺ ἀνέβαινε σὰν ψαλμωδία ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη πολιτεία, ἀπὸ τὴ Νέα Σιὼν, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Πανηγυρικὴ μεγαλοπρέπεια! Μόνο τὸ Βυζάντιο κατέβασε στὴ γῆ τὴν οὐράνια ἁρμονία.

Γιὰ τοὺς Βυζαντινούς, ἡ πατρίδα τους ἤτανε ἡ Κιβωτὸς τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, καὶ εἴχανε πόθο νὰ τραβήξουνε μέσα σ’ αὐτὴ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, καὶ νὰ τὰ σώσουνε φωτισμένα ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου […]. Στὸ Βυζάντιο ἡ θρησκεία βασίλευε ἀπάνω σὲ ὅλα. Μὲ ὅλη τὴ ζωηρὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε οἱ Βυζαντινοὶ στὰ ἐγκόσμια, ἡ σκέψη τους καὶ ἡ καρδιά τους ἤτανε πάντα γυρισμένη στὴν ἄλλη ζωή, στὴν αἰώνια ζωή […].

Ἀπάνω στὸ Βυζάντιο ἤτανε γραμμένος ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίῳ καυχάσθω». Ὅλες οἱ καρδιές, ἀπὸ τὸν βασιλιὰ ὣς τὸν πιὸ φτωχὸ καντηλανάφτη ἢ βαρκάρη, ἢ στρατιώτη ἢ ξωχάρη, αὐτὰ τὰ λόγια εἴχανε μέσα.

Ἡ προσευχὴ ἤτανε ἡ ζωή τους. Καὶ ἡ τυπικὴ ἀκόμα εὐσέβεια σὲ κάποιους αὐτοκράτορες ἢ ἄρχοντες, δείχνει πὼς ὑποταζόντανε στὸν πνευματικὸ νόμο τῆς θρησκείας κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤτανε σὲ θέση νὰ τὸν νοιώσουνε καὶ νὰ εὐφρανθοῦνε ἀπὸ τὴ γλυκύτητα «τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μπορούσανε νὰ νικήσουνε τὴ φυσικὴ κακία τους, ἤτανε εὐλαβεῖς, ἕνα πρᾶγμα παράδοξο.

Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἔκανε κάθε μέρα τὴν προσευχή του, καὶ στὸν πόλεμο φοροῦσε ἀπὸ μέσα, κάτω ἀπὸ τὸν θώρακά του ἕνα παλιοράσο τοῦ θείου του ἀσκητῆ Γεωργίου τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ ποὺ εἶχε ἁγιάσει, γιὰ νὰ τὸν φυλάγει.

Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς ὅποτε ἤτανε νὰ πάγει σὲ καμμιὰ ἐκστρατεία, ἔβαζε τὰ πολεμικὰ σχέδιά του κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, κι ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε γονατιστὸς ἀπάνω στὰ σκαλοπάτια τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὸ πρωὶ ἔπαιρνε τὸ σχέδιο ποὺ ἔβγαινε κάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα τῆς ἁγίας Τράπεζας, γιατί πίστευε πὼς τοῦ τὸ ἔδινε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ.

Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς γονάτιζε σὰν παιδὶ μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας παρακαλῶντας μὲ δάκρυα νὰ τοῦ δώσει ὁ Θεὸς ἕναν ἄγγελο φύλακα ποὺ νὰ τὸν φωτίζει κατὰ τὸν πόλεμο.

Ὅσο σφίγγεται τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κι ὅσο ἡ ψυχὴ ὑποφέρνει καὶ πονᾶ, τόσο γυρίζει τὰ μάτια του κατὰ τὸν οὐρανό. Ὁ βασιλιᾶς Θεόδωρος Δοῦκας ὁ Λάσκαρις συνέθεσε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸ Κανόνα στὴν Παναγία, ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ συντριβή, ταπείνωση καὶ πίστη. Ὁ Λέων ὁ Σοφὸς ἐποίησε τὰ ἐξαίσια Ἑωθινὰ ποὺ τὰ ψέλνουνε στὸν ὄρθρο κάθε Κυριακὴ καὶ ὁ γιός του Κωνσταντῖνος φιλοτέχνησε τὰ Ἐξαποστειλάρια. Κι ἄλλοι πολλοὶ βασιλιάδες ψέλνανε ἢ ὑμνογραφούσανε.

Ἀλλὰ καὶ οἱ ὁμιλίες ποὺ κάνανε στοὺς στρατιῶτες καὶ στὸν λαό, εἴχανε κι ἐκεῖνες ὕφος θρησκευτικὸ κι ἤτανε γεμάτες εὐλάβεια καὶ πίστη. Ὁ πικραμένος λόγος ποὺ ἔβγαλε ὁ τελευταῖος βασιλιᾶς τοῦ Βυζαντίου, Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ἤτανε σὰν νεκρώσιμο τροπάρι. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ προεικόνιση ἀπάνω στὴ γῆ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅσο ἤτανε δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια μέσα στὸν κόσμο τῆς φθορᾶς.

Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις Ἀδερφῶν Παπαδημητρίου, σ.93-98

https://simeiakairwn.wordpress.com 

Πηγή: Έκτακτο Παράρτημα: Μόνο το Βυζάντιο κατέβασε στη γη την ουράνια αρμονία

Σχολιάστε

Filed under ΑΞΙΕΣ-ΡΙΖΕΣ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ( 1/2 )

Ἐπιμέλεια –παρουσίαση τῆς Ρ/Φ ἐκπομπῆς Ἀλέξανδρος Τρομπούκης Ὑπτγος ε.α.

Μετατροπή Ρ/Φ ἐκπομπῆς σέ βίντεο ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ.

H 29η Μαΐου 1453 ὑπῆρξε ἡ ἀποφράς ἡμέρα τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας ἤ Ρωμανίας (Βυζάντιο). Μιά θλιβερή ἡμέρα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁ
Ἀλέξανδρος Τρομπούκης Ὑπτγος ἐ.α. μᾶς ἀναπτύσσει τό θέμα τῆς ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ.

Τό θέμα αὐτό θά παρουσιασθεῖ σέ δύο ἐκπομπές.
Ἡ πρώτη ἐκπομπή εἶναι ἀφιερωμένη στά πρό τῆς πολιορκίας γεγονότα, στήν
ὀχύρωση τῆς Πόλης, στίς δυνάμεις τῶν ἀντιπάλων κλπ.

Μιά ἐκπομπή ἀπό τά ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ τοῦ Ρ/Φ σταθμοῦ τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης Βεροίας – Ναούσης καί Καμπανίας « ΠΑΥΛΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ» (26/5/2005).

Το αλίευσα ΕΔΩ

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Άγιος Ιωάννης ο Βατάτζης: άγιος της Εκκλησίας και θρύλος της Ιστορίας

Αντέχουμε...

( το παρακάτω κείμενο προέρχεται από το περιοδικό Προς τη Νίκη και μπορεί να διαβαστεί και από τα μεγαλύτερα παιδιά. Για να μαθαίνουν τα παιδιά και οι νέοι μας για την ιστορία της Φυλής μας και για θρύλους , που θέλουν να μας κάνουν να ξεχάσουμε…)

VATATZI5

Νίκαια γύρω στά 1240 μ.Χ.

Ὁ Θεόδωρος, γιός τοῦ μεγάλου αὐτοκράτορα τῆς Νίκαιας Ἰωάννη Βατάτζη, ἑτοιμάζεται γιά τήν ἀγαπημένη του ἀσχολία: Κυνήγι μέ τούς φίλους. Φοράει τή χρυσοραμμένη ἀκριβή στολή του. Σίγουρα μέσα σ’ αὐτή ξεχωρίζει. Ὅπως πρέπει νά ξεχωρίζει ὁ διάδοχος τοῦ θρόνου.

Βγαίνει στό διάδρομο. Τά ἄλογα τοῦ τά ἔχουν ἑτοιμάσει ἀπό ὥρα. Καθώς προχωρεῖ συναντάει τόν πατέρα. Ἐκεῖνος τόν βλέπει καί ἀποστρέφει τό πρόσωπό του. «Πατέρα…», τολμάει νά ψιθυρίσει, καθώς τόν κοιτάζει νάἀπομακρύνεται. Ὁ Ἰωάννης στέκεται καί τό βλέμμα του διαπερνᾶ τήν ψυχή τοῦ γιοῦ του.

Ἡ παρουσία τοῦ αὐτοκράτορα λιτή ὅπως καί ἡ ἴδια ἡ ζωή του. Εἶχε λάβει μέτρα κατά τῆς…

Δείτε την αρχική δημοσίευση 467 επιπλέον λέξεις

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)

Ο Στρατός και ο καταλυτικός ρόλος του στη διαμόρφωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

 ΡΩΜΑΝΙΑ γνωστή ως Βυζάντιο ή Βυζαντινή αυτοκρατορία.

Σχολιάστε

Filed under Χωρίς κατηγορία

” Ουρανός και Γη: Περιήγηση στην έκθεση Βυζαντινής Τέχνης που έχει γοητεύσει κοινό και κριτικούς. “

βυζαντινή

Της Ζωής Λεουδάκη

Με μεγάλη επιτυχία συνεχίζεται η έκθεση «Ουρανός και Γη»  που φέρνει στην Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον την τέχνη του Βυζαντίου από τον τέταρτο μέχρι τον 15ο αιώνα.

Συνέχεια

Σχολιάστε

Filed under Χωρίς κατηγορία

Ρωμηοσύνη, Ρωμανία (Βυζάντιο) και η ξεχασμένη ταυτότητά μας

Σχολιάστε

Filed under ΙΣΤΟΡΙΚΑ, ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ-ΡΩΜΑΝΙΑ (ΒΥΖΑΝΤΙΟ)