Προτοῦ ξημερώσει, νύχτα ἀκόμη, ξύπνησε, καθὼς τὸ συνήθιζε, ὁ γέρο-Φιλάγριος. Ἄλλαξε φυτίλι στὸ καντήλι ποὺ τρεμόσβηνε κι ἀνάβοντας δυὸ κεριὰ μπρὸς στὶς εἰκόνες, διάβασε τὶς ἑωθινές του προσευχές, τὸ Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο.
Ἔφεγγε γιὰ τὰ καλὰ ὅταν τελείωσε. Τράβηξε τὸ ξύλινο πορτόφυλλο ποὺ ἔκλεινε τὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς καὶ βγῆκε στὸν ἐξώστη, ἕνα φυσικὸ πλάτωμα τοῦ βράχου πάνω ἀπ’ τὸν γκρεμό. Ἀπὸ χαμηλὰ ἀνέβαινε, μόνιμο τραγούδι στ’ αὐτιά του, τὸ βουητὸ τοῦ νεροῦ, καθὼς κυλοῦσε ὁρμητικὰ στὸ φαράγγι. Τὸ καλοκαίρι μόνο ἡσύχαζε, γινόταν φλύαρο μουρμουρητό, μητρικὸ νανούρισμα στὸν ὕπνο του. …
Πηγή: Το Zωντανό Iστολόγιο » Το Μυστικό της Χαράς των Χριστουγέννων